Κοιτάζοντας βιογραφικά συναδέλφων καθηγητών είναι αδύνατο να μην παρατηρήσουμε μια αυξανόμενη τάση στην παρακολούθηση σεμιναρίων και ημερίδων για τις μαθησιακές δυσκολίες (ΜΔ) και ιδιαίτερα τη δυσλεξία. Αυτή η διαπίστωση, σε συνδυασμό και με την όλο και πιο συχνή ατάκα σε σχολεία και παρέες: «΄Εχει δυσλεξία, δε μπορεί να …», «Το παιδί δυσκολεύεται στο… μήπως έχει δυσλεξία;», μας οδηγούν στο ερώτημα: Μα είναι μόδα πλέον οι μαθησιακές δυσκολίες; Τι συμβαίνει;
Εικοστός πρώτος αιώνας συμβαίνει, ευτυχώς! Σήμερα ένα παιδί που αργεί να μιλήσει, που γράφει «παράξενα» ή που δυσκολεύεται να ακολουθήσει οδηγίες δεν είναι πια «ανόητο», αλλά ένα παιδί με τα δικά του χαρίσματα και ιδιαιτερότητες που χρήζει προσοχής και σωστής αντιμετώπισης για να αντιμετωπίσει κι εκείνο με τη σειρά του την καθημερινότητα που όπως του έχει διαμορφωθεί μπορεί να το δυσκολεύει.
Χωρίς να είμαι ειδικός στις μαθησιακές δυσκολίες, αλλά ως καθηγήτρια απευθυνόμενη σε άλλους καθηγητές που θέλουν να μάθουν κάποια βασικά χαρακτηριστικά της δυσλεξίας, παρακάτω θα αναφερθώ σύντομα στο πώς αναγνωρίζουμε τη συγκεκριμένη ΜΔ και ως καθηγητές τι μπορούμε να κάνουμε για αυτό.
Όπως θα υποπτεύεστε, μια δυσκολία που αφορά στη μάθηση μπορεί να δείξει συμπτώματα είτε στο γραπτό είτε στον προφορικό λόγο ή και στα δυο. Τέτοια συμπτώματα μπορεί να είναι:
- Δυσκολία στη γραφή (ορθογραφία, δυσκολία στην αποτύπωση συμφωνικών συμπλεγμάτων, δυσανάγνωστο και αργό γράψιμο)
- Δυσκολία στην ανάγνωση (αργοπορία στη μάθησή της και όταν τελικά το παιδί τα καταφέρει μπορεί να παραλείπει συλλαβές ή να «χάνει τις γραμμές»)
- Δυσκολίες στην παρακολούθηση γραπτών οδηγιών
- Διαταραχή προσανατολισμού
- Δυσκολία στην αφομοίωση μαθηματικών ή μουσικών συμβόλων
Αναγνωρίζετε κάποια από τα παραπάνω συμπτώματα στον εαυτό σας ως παιδί, στο γιο ή την κόρη σας ή σε πολλούς μαθητές σας; Μην πανικοβάλλεστε! Όπως επίσης θα υποπτεύεστε, ένα από τα προαναφερθέντα συμπτώματα δεν αρκούν για να χαρακτηρίσουν κανέναν ως δυσλεκτικό. Γι’αυτό και όσα άρθρα και να διαβάσουμε, ως μη ειδικοί επί του θέματος, δε θα μπορέσουμε ποτέ να δώσουμε έγκυρη διάγνωση σε κανέναν και για κανέναν. Η διάγνωση μιας ΜΔ όπως η δυσλεξία γίνεται σε ειδικά κέντρα (ΚΕΔΔΥ) από ειδικούς που εξετάζουν σε βάθος και με προσοχή το κάθε περιστατικό.
Ωστόσο, η δουλειά μας ως εκπαιδευτικοί είναι να γνωρίζουμε και να αναγνωρίζουμε συμπτώματα στα «παιδιά» μας (ή αλλιώς στους μαθητές μας) ώστε αν παρατηρήσουμε πως «μαζεύονται πολλά» σε ένα παιδί να μπορέσουμε να μιλήσουμε για το θέμα στο γονιό και ενδεχομένως με διπλωματικό πάντα τρόπο και χωρίς να προσβάλλουμε κανέναν να παραπέμψουμε την οικογένεια σε κάποιο ειδικό διαγνωστικό κέντρο.
Αυτό που θα πρέπει επίσης να γνωρίζουμε είναι ότι δεν πρέπει ούτε να ντρεπόμαστε ούτε να εθελοτυφλούμε αν τα σημάδια της ΜΔ είναι φανερά. Το παιδί που έχει δυσλεξία δεν είναι σε καμμία περίπτωση νοητικά κατώτερο από τους συμμαθητές του! Αντιθέτως, μπορεί να είναι και πολύ πιο ευφυές από πολλούς.
Έτσι λοιπόν, ο γονιός θα πρέπει να αναλάβει δράση όσο το δυνατόν πιο νωρίς, καθώς η βιβλιογραφία αναφέρει (Στασινός, 2009) ότι ιδανικά η διάγνωση θα πρέπει να γίνεται στις δυο πρώτες τάξεις του Δημοτικού, ώστε και να γίνει επιτυχημένη παρέμβαση αλλά και η παρέμβαση αυτή να επιδράσει θετικά στην αυτοεκτίμηση και την παρακίνηση του παιδιού.
Ο ρόλος του δασκάλου στις περιπτώσεις αυτές δεν περιορίζεται μόνο στην παρατήρηση και την παραπομπή του παιδιού στους ειδικούς, αλλά εκτείνεται και στα πλαίσια της τάξης, καθώς πρέπει να έχει υπόψη του πως οι ανάγκες του δυσλεκτικού παιδιού διαφέρουν από αυτές των υπολοίπων.
Χρειάζεται λοιπόν ιδιαίτερη προσοχή, παρακίνηση, τήρηση σταθερού προγράμματος χωρίς απότομες και αδικαιολόγητες αλλαγές που θα αποσυντονίσουν το μαθητή, ενθάρρυνση και χρήση πολλαπλών ερεθισμάτων (μην ξεχνάμε ότι ο δυσλεκτικός μαθητής θεωρείται πως σκέπτεται και θυμάται με εικόνες).
Σε κάθε περίπτωση, δε θα πρέπει να ξεχνάμε πως οι μαθητές με ΜΔ είναι ευφυή παιδιά που απλά χρειάζονται λίγη περισσότερη προσπάθεια και υπομονή εκ μέρους μας για αναπτυχθούν στην τάξη μας.
ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΡΚΙΑΝΟΥ