Με αφορμή το νέο μυθιστόρημα της Ελένης Γαληνού, «Όσα δεν έγιναν λέξεις», που κυκλοφόρησε τέλη Οκτωβρίου 2016, αρπάξαμε την ευκαιρία για μια θερμή συζήτηση μαζί της. Συζήτηση που κατέληξε σε ένα όμορφο ημερολόγιο κατάθεσης της προσωπικής της αλήθειας.
Αλήθεια με ποια τέχνη ξεκίνησε τη διαδρομή της; Μου εξηγεί πως: «Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, κατάγομαι από την Μυτιλήνη και σήμερα κατοικώ στο Μαρούσι. Σπούδασα στη Σχολή Βακαλό Διακοσμητική και Γραφικές Τέχνες. Έχω δημιουργήσει δυο σειρές χιουμοριστικών σκίτσων με τίτλο «Μπουρμπουλήθρες» και «Έρυκα και Ριρίκος Πικουρίκος» που έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά. Παράλληλα ασχολήθηκα με τη φωτογραφία, την ποίηση, τη στιχουργική και τη ζωγραφική. Το 2007 πραγματοποίησα την πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής στο Κέντρο Τέχνης Πανταζίδης με θέμα «Σύννεφα», και ακολούθησαν δύο ομαδικές εκθέσεις στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, το 2007 και το 2008. Με τη λογοτεχνία ασχολούμαι αρκετά χρόνια. Έχω συμμετάσχει στο συλλογικό έργο «Η πόλη φοβάται» με το διήγημα «…για ένα τσιγάρο!» Από τις εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα: «Όταν στέρεψε η αντοχή», «Πέρα από τις κόκκινες γραμμές» και «Ακόμη θυμάμαι». Και από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ, το «Όσα δεν έγιναν λέξεις» που κυκλοφόρησε τέλη Οκτωβρίου 2016 ».
Στα σχολικά της χρόνια καταπιανόταν με λίγο απ’ όλα όπως κάνει και σήμερα με ενδιαφέρον και αγάπη. Ποιήματα και στίχοι οι πρώτες της αγάπες, μετά ζωγραφική, φωτογραφία και σκίτσο, μέχρι που την κέρδισε η λογοτεχνία. Ωστόσο οι δάσκαλοι δεν είχαν διακρίνει κάποιο από τις κλίσεις της καθώς μπαίνοντας στη σχολή Βακαλό άρχισε να φαίνεται το ταλέντο στη ζωγραφική και αργότερα στράφηκε προς την λογοτεχνία.
Φωτογράφος, ποιήτρια, στιχουργός ζωγράφος… πώς να διαλέξεις μία ιδιότητα αφού πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία; «Νιώθω ότι όλοι οι δρόμοι της τέχνης λειτουργούν αλληλένδετα μέσα μου. Μπορεί να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα πλαισιώνεται από πίνακες, τραγούδια, φωτογραφίες ή ποιήματα, και αντιστρόφως. Θα σας πω ότι σε όλες τις εκθέσεις ζωγραφικής που έχω κάνει, συνόδευα τους πίνακες με ποιήματα ή στίχους τραγουδιών. Στο «Πέρα από τις κόκκινες γραμμές» υπήρχε ένα δικό μου ποίημα στην αρχή, και τρία τραγούδια που παρουσιάσαμε αντί για αποσπάσματα. Εξάλλου και το «ΟΣΑ ΔΕΝ ΕΓΙΝΑΝ ΛΕΞΕΙΣ» από ένα πίνακα του Rene Magritte είναι εμπνευσμένο. Νιώθω λοιπόν αυτό το πλέξιμο των τεχνών σαν ανάγκη, σαν να συμπληρώνει την έμπνευσή μου και να ολοκληρώνει το έργο μου ». (2016) « Όσα δεν έγιναν λέξεις» – (2015) «Ακόμη θυμάμαι» – (2014) «Πέρα από τις κόκκινες γραμμές »– (2013) «Όταν στέρεψε η αντοχή», είναι τα λογοτεχνικά σας έργα. Παρατηρώντας τις χρονολογίες των εκδόσεων τους, την τόσο σύντομη χρονολογική απόσταση, μου δημιουργείται η εντύπωση πως είχε καταπιαστεί από πολύ παλιά με την έννοια μυθιστόρημα και κατά κάποιον τρόπο ωρίμαζε μέσα της πολύ καιρό πριν αυτή η ιδέα, ώσπου την έκανε πράξη. Ή μήπως κάποιο συγκεκριμένο γεγονός την ενέπνευσε κατά την περίοδο 2013-2016; Μου απαντά πως: «Δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο γεγονός και ότι γράφω συστηματικά από το 2007 περίπου ένα μυθιστόρημα το χρόνο, ίσως και περισσότερο». Γιατί; « Μα για να κρατάς επαφή με το κοινό σου, δεν μου είναι δύσκολο. Η ώρα που θα ξεκινήσω μέχρι να ολοκληρώσω μια ιστορία, είναι η πιο όμορφη όλης της διαδρομής ενός βιβλίου. Το πρώτο μου εκδόθηκε το 2013 όμως μέχρι τότε δεν είχα γράψει μόνο ένα. Για αυτό υπάρχουν αρκετά που περιμένουν υπομονετικά να πάρουν τη σειρά τους. Ο λόγος που αποφάσισα κάποια στιγμή να γράψω ένα μυθιστόρημα, ήταν η ανάγκη μου να πω μια ιστορία με περισσότερα λόγια απ’ ότι σε ένα ποίημα ή ένα τραγούδι ».
– Στο «Όσα δεν έγιναν λέξεις» η λέξη κλειδί είναι η μνήμη, στο «Ακόμη θυμάμαι», ο έρωτας-αγνότητα, στο «Πέρα από τις κόκκινες γραμμές» αδυναμίες και αδιέξοδα και τέλος, στο «Όταν στέρεψε η αντοχή» επικεντρωνόμαστε στην υπέρβαση των ορίων μιας αξιοθαύμαστης μάνας. Άραγε τι είναι αυτό που ξεχωρίζει σε κάθε μυθιστόρημα της και είναι κάποια ιστορία βιωματική; Μου εξηγεί πως αποφεύγει τα πραγματικά γεγονότα, γιατί θεωρεί ότι αν το κάνεις, πρέπει να μην ξεφύγεις πολύ από την αλήθεια. «Διαφορετικά, θα είναι κάπως, σαν να έχεις παραπλανήσει τον αναγνώστη σου επειδή δεν θα μπορεί να ξεχωρίσει ποια είναι η αλήθεια και ποιος ο μύθος». Βέβαια, σε κάθε ιστορία θίγει υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα και να τα δένει με γεγονότα που θα μπορούσαν να συμβούν πραγματικά στη ζωή μας επιλέγοντας όμως ιστορίες με πλούσια πλοκή και δράση, αγωνία και ανατροπές και ενδιαφέροντες ήρωες με τους οποίους ταυτίζεται για λίγο μαζί τους. Όπως λέει: «Για να φτιάξεις ένα χαρακτήρα και να τον κάνεις να δείχνει αληθινός, πρέπει να τον ενσαρκώσεις σαν ρόλο ηθοποιού. Να μπεις καλά στο πετσί του και να νιώσεις όσο καλύτερα μπορείς τις αδυναμίες του, τις επιθυμίες του, τα προβλήματά του, να αφουγκραστείς τις κρυφές του σκέψεις, να μιμηθείς τις κινήσεις του, να μιλήσεις με τα δικά του λόγια. Αυτό πρέπει να το κάνεις με όλους τους ήρωες ξεχωριστά. Να βγαίνεις από τον ένα και να μπαίνεις στον άλλον για να βλέπεις την δική του ξεχωριστή αλήθεια. Ίσως κάποιους να τους αγαπήσεις περισσότερο. Προσωπικά, τους νιώθω σαν ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή μου και ζήσαμε μαζί ένα κομμάτι της ζωή και των προβλημάτων τους. Τους σκέφτομαι καμιά φορά, ακόμη κι όταν το μυθιστόρημα έχει τελειώσει, σαν να υπάρχουν και να ζουν κάπου στον κόσμο».
Αν ήταν να διαλέξει σε μία τέχνη να εκφραστεί θα διάλεγε την λογοτεχνία ως έναν πιο προσιτό μονοπάτι « γιατί ο κόσμος την λαμβάνει και την καταλαβαίνει ευκολότερα ». Και πώς ξεκινούν όλα; Μας απαντά ποιητικά πως: «Η έμπνευση δεν έχει συνταγή ούτε χαλινάρι, δεν γνωρίζει τόπο ή χρόνο, είναι ένα «τσακ», που έρχεται και σ’ αρπάζει στα καλά καθούμενα, και εσύ αφήνεσαι να σε παρασύρει και να σε μαγέψει. Μπορεί να είναι οτιδήποτε, μικρό ή μεγάλο, σημαντικό ή ασήμαντο, νοητό ή υπαρκτό, όμως ξαφνικά γίνεται πηγή έμπνευσης κι εσύ αφήνεις τη σκέψη σου να φύγει και όπου σε βγάλει ».
Θέλει να ψυχαγωγήσει ή να περάσει κάποια μηνύματα στο αναγνωστικό της κοινό; Η θέση της είναι ξεκάθαρη: «Μέσα από ένα μυθιστόρημα, προσπαθείς κυρίως να ψυχαγωγήσεις και όχι να διδάξεις. Για όποιον όμως θέλει να σταθεί και να εμβαθύνει, καλό είναι να υπάρχουν μηνύματα που θα τον οδηγήσουν σε μια δεύτερη ανάγνωση πίσω από το προφανές ».
Η διαδρομή της συζήτησης μας έφτανε προς το τέλος περνώντας από τη στάση “Συναισθήματα –Σχέσεις”. Ποια είναι τα στοιχεία που καθιστούν δύσκολες τις διαπροσωπικές μας σχέσεις; « Κυρίως ο εγωισμός και ο φόβος μήπως εκτεθούμε ή πληγωθούμε. Ύστερα μπλέκουν τα συμφέροντα, δεύτερες σκέψεις, αδυναμίες και λανθασμένες συμπεριφορές».
Κατά πόσο συμφωνεί με την φράση του Πυθαγόρα «σιγάν την αλήθειαν χρυσόν εστι θάπτειν»; «Θεωρητικά η αλήθεια πρέπει να λέγεται, πρακτικά όμως, μια δυσάρεστη αλήθεια, δεν αντέχουν να την ακούσουν όλοι, ούτε όμως και να την ομολογήσουν. Και ναι, όσο άσχημο κι ακούγεται, υπάρχουν φορές, που ένα ψέμα, δεν θάβει το χρυσάφι, όπως λέει ο Πυθαγόρας, αλλά σώζει κάποιον που ξέρουμε ότι δεν θα αντέξει να ακούσει την σκληρή αλήθεια. Υπάρχουν πάλι φορές, που ένα ψέμα μπορεί να βλάψει και να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα, τότε η απόκρυψη της αλήθειας αποδεικνύεται σοβαρό λάθος. Και το δυσκολότερο, είναι όταν πρέπει να ομολογήσουμε μια ένοχη αλήθεια και διστάζουμε ή φοβόμαστε ».
Υπάρχει μονάδα μέτρησης για το ψέμα και έτσι αναλόγως συγχωρείται; Ή θεωρείτε πως το ψέμα είναι μονοδιάστατο και δεν χωράει συγχώρεση; «Φυσικά και μπορείς να βάλεις ένα ψέμα σε κλίμακα σοβαρότητας. Π.χ όταν ένα ψέμα δεν βλάπτει κάποιον, μπορεί εύκολα να συγχωρεθεί. Απ’ την άλλη, η βαθιά και ειλικρινής συγχώρεση, αυτή που λυτρώνει, είναι πολύ δύσκολο να αποκτηθεί. Θεωρώ ότι η συγχώρεση είναι το υπέρτατο αγαθό που μπορεί να κερδίσει ένας άνθρωπος. Επομένως, ίσως αξίζει τον κόπο να προσπαθήσεις να το αποκτήσεις».
Εκδίκηση ή συγχώρεση; «Τι να απαντήσεις εδώ; Ανθρώπινες ανάγκες και οι δυο. Η εκδίκηση, γιατρεύει τον εγωισμό, η συγχώρεση, μοιάζει να γλυκαίνει περισσότερο την ψυχή και να την ηρεμεί. Η επιλογή ανθρώπινη». Αυτό που την ενοχλεί περισσότερο είναι η αχαριστία και η υποκρισία, και αυτό που θεωρεί ως το μεγαλύτερο προτέρημα είναι η αυτογνωσία. « Τους πρώτους αργά ή γρήγορα τους απομάκρυνα από την ζωή μου, τους δεύτερους τους κρατώ ακόμη».
Η λύπη ή η χαρά της δίνουν το έναυσμα για συγγραφή; «Κάθε συναίσθημα έχει την δική του ομορφιά, το δικό του χάρτη που σε ωθεί να ταξιδέψεις στα σύνορά της, να νιώσεις και να σκεφτείς. Χαρά και λύπη, δυο αντίθετα συναισθήματα, όμως δίχως το ένα δεν θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε και να νιώσουμε το άλλο».
-Πως λειτουργεί η συγγραφή επάνω σας; Έχει ψυχοθεραπευτική λειτουργία; Σας άφησε ξεχωριστά συναισθήματα η ολοκλήρωση του κάθε πονήματος;
Για το πώς λειτουργεί, θα σας απαντήσω με μια παράγραφο από ένα μυθιστόρημά μου που ακόμη δεν έχει εκδοθεί.
«Είναι απίστευτη ικανοποίηση να γράφεις μια ιστορία, να αναλύεις τους χαρακτήρες των ηρώων, να περιγράφεις τα συναισθήματά τους, να τους περνάς από σαράντα κύματα, να φτιάχνεις ίντριγκες, μίση, πάθη, έρωτες, ανατροπές. Να αποφασίζεις για τις ζωές τους, να τους πεθαίνεις, να τους ξαναζωντανεύεις, να τους παντρεύεις ή να τους χωρίζεις, να τους κάνεις ότι θες εσύ, σαν να είσαι μια ανώτερη δύναμη, ένας μικρός θεός στο δικό σου προσωπικό σύμπαν».
Νομίζω αυτό λέει πολλά.
Όσο για το τι μου αφήνει, θα έλεγα ότι κάθε φορά που φτάνω στην τελευταία λέξη ενός βιβλίου μου, αισθάνομαι ικανοποίηση μαζί με μια γεύση, ότι έχω ζήσει μαζί με τους ήρωες όσα όμορφα ή άσχημα πέρασαν.
Για μια μεταφορά των βιβλίων της στην μικρή ή την μεγάλη οθόνη δε θα έλεγε όχι αρκεί «να παραμείνει στα όρια της ιστορίας μου και να μην αλλάξει μορφή»,μιας και «κάθε μυθιστόρημα έχει το δικό του χαρακτήρα, έχει αρχή, μέση και τέλος, γιατί έτσι μόνο είναι ολοκληρωμένο. Αν προστεθούν πράγματα μόνο και μόνο για να μεγαλώσει, πιστεύω πως απλά θα κουράσουν». Βέβαια , όταν γράφει κατά κάποιον τρόπο τα σκηνοθετεί η ίδια και εκεί που δεν χωρούν λόγια, το γράψιμο σταματά και « φτιάχνω στίχους σαν να ήταν το τραγούδι που θα συμπλήρωνε και θα έδενε την ταινία. Μετά το αφήνω να ολοκληρώσει τη σκηνή μέσα μου κι ας μην ακουστούν ποτέ αυτοί οι στίχοι».
Την πιο όμορφη συμβουλή που της έχουν δώσει και αφορά στη συγγραφή είναι: «Γράψε όσα αφορούν την ιστορία σου για να είναι ολοκληρωμένη και ενδιαφέρουσα, κι αν θες να πεις περισσότερα, γράψε ένα άλλο μυθιστόρημα». Και ποια συμβουλή δίνει η ίδια; «Συγγραφέας δεν γίνεσαι με ένα βιβλίο από την μια στιγμή στην άλλη, χρειάζεται προσπάθεια και πορεία στο χρόνο. Βιβλίο το βιβλίο ανεβαίνεις τα σκαλιά της επιτυχίας κι μέσα από αυτά θα σε πιστέψει και θα σε αγαπήσει ο κόσμος».
Έχει ήδη παρουσιάσει το «Όσα δεν έγιναν λέξεις» στην Αθήνα και στην Μυτιλήνη και συγκρατείστε την ημερομηνία 28/11 διότι τότε θα βρίσκεται στο Public στην Θεσσαλονίκη, για την παρουσίαση του «όσα δεν έγιναν λέξεις». Μέχρι τις γιορτές έχει προγραμματίσει πολλές υπογραφές βιβλίου σε βιβλιοπωλεία σε όλη την Αττική.
Σαν μικρός θεός ,η Ελένη Γαληνού, δίνει ζωή στους ήρωες της και συνάμα τους βυθίζει σε ίντριγκες, μίση, πάθη και έρωτες!
Σας ευχόμαστε καλή επιτυχία και όσες ιδέες σας δεν έγιναν λέξεις ας βρουν,μια μέρα, καταφύγιο στο χαρτί.
Κατερίνα Γεωργιάδου