Σ’ ένα δάσος μακρινό, στο μαύρο δάσος, ζούσε μια μικρή κουκουβάγια με την οικογένειά της.
Θέλετε να μάθετε το όνομά της;
Η μικρή κουκουβάγια απαντάει αν τη φωνάξεις Μαργαρίτα! Περίεργο όνομα για κουκουβάγια, θα σκεφτείς, αλλά η αλήθεια είναι πως της ταιριάζει πλήρως! Τα λουλούδια άρεσαν πολύ στη μαμά της κι έτσι όταν γεννήθηκε η Μαργαρίτα στις αρχές της Άνοιξης, είχε ήδη αποφασιστεί το πώς θα την φωνάζουν.
Η μικρή μας φίλη λοιπόν είχε ενθουσιαστεί καθώς είχε φτάσει ο καιρός να πάει στο σχολείο. Τα αδέρφια της πήγαιναν ήδη όπως και οι περισσότεροι φίλοι της οικογένειάς της και ανυπομονούσε κι αυτή να ξεκινήσει μια καινούρια περιπέτεια. Έτσι φανταζόταν η Μαργαρίτα η κουκουβάγια το σχολείο και ονειρευόταν την τάξη της και τους συμμαθητές της. Γιατί στο σχολείο θα ήταν ζωάκια από όλες τις μεριές του μαύρου δάσους που η Μαργαρίτα δεν τα ήξερε και ήθελε πολύ να κάνει νέους φίλους.
Είχε όμως ένα μικρό θεματάκι! Ήταν ντροπαλή και όσο κι αν ήθελε να μιλήσει και να γνωρίσει νέους φίλους κάτι την σταματούσε και την έκανε να μην νιώθει καλά. Κι εκεί που σκεφτόταν τι τέλεια που θα είναι στο σχολείο, έκανε πάλι ένα βήμα πίσω, ένιωθε αγχωμένη και δεν ήταν σίγουρη ότι θα είναι όντως τόσο ωραία. Τα αδέρφια της που ήταν πιο μεγάλα προσπαθούσαν να την πείσουν ότι θα κάνει καινούριους φίλους από την αρχή που θα πάει στο σχολείο. Όμως η Μαργαρίτα δεν το πίστευε.
Το βράδυ πριν ξεκινήσει το σχολείο η Μαργαρίτα στριφογύριζε στη φωλιά χωρίς να μπορεί να κλείσει μάτι. Η μαμά κουκουβάγια την πλησίασε και την αγκάλιασε σφιχτά λέγοντάς της: «Γλυκό μου Μαργαριτάκι μην αγχώνεσαι! Όλα τα ζωάκια που θα πάνε πρώτη μέρα στο σχολείο νιώθουν έτσι. Αλλά θα το δεις και μόνη σου πως μόλις θα βρεθείς εκεί και θα μιλήσεις με τη δασκάλα και τους συμμαθητές σου, όλα θα περάσουν και θα είσαι μια χαρά». Παρόλο που ήθελε πολύ να πιστέψει τη μαμά της, δυσκολευόταν να το κάνει. Είχε όμως περάσει η ώρα και είχε νυστάξει πολύ. Έτσι γύρισε από την άλλη πλευρά, κούρνιασε δίπλα στη μαμά και τον μπαμπά της και την πήρε ο ύπνος.
Το πρωί σηκώθηκε μέσα σε φωνές και φτερουγίσματα. Τα αδέρφια της προσπαθούσαν να στριμωχτούν για να φτιάξουν τις τσάντες τους και η μαμά τους έτρεχε να προλάβει να τους φτιάξει πρωινό. Η καημένη η Μαργαρίτα δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Είχε την τσάντα της αλλά δεν ήξερε τι να βάλει μέσα. Έβλεπε λοιπόν την αδερφή της τη μεγάλη κι έκανε τα ίδια. Έβαλε δύο τετράδια, πήρε και μια κασετίνα γεμάτη και ήταν έτοιμη. Ή μάλλον δεν ήταν. Ωχ ούτε και ήξερε αν ήθελε να πάει τελικά σ’αυτό το σχολείο που άρεσε τόσο σε όλους. Τις σκέψεις της διέκοψε η φωνή της μαμάς της «Μαργαρίτα έλα να φας, μην καθυστερείς δεν θα προλάβεις!» Και πήγε στο τραπέζι μαζί με τους άλλους για να φάει το πρωινό της.
Μετά από ένα τέταρτο ξεκινούσαν όλοι μαζί για να πάνε στο σχολείο. Η πρώτη μέρα ήταν πολύ σημαντική για όλους, αυτό το ήξερε η μικρή κουκουβάγια, αλλά δεν καταλάβαινε τον λόγο. Μαζεύονταν ζώα από όλο το δάσος για να γιορτάσουν, αλλά τι ακριβώς θα γιορτάσουν, δεν ήξερε. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να περιμένει για να δει τι θα συμβεί.
Φτάνοντας στο σχολείο, σ’ένα μικρό ξέφωτο, φωνές ακούγονταν από παντού. Η Μαργαρίτα δεν είχε ξαναδεί τόσα ζώα μαζεμένα ποτέ ξανά. Κρύφτηκε πίσω από τη μαμά της και ένιωσε ότι δεν θέλει να μείνει εκεί για κανένα λόγο. Η μαμά κουκουβάγια ήξερε πως ένιωθε η κόρη της και της έκανε μια μεγάλη αγκαλιά. Αχ αυτή η αγκαλιά της μαμάς πως λύνει όλα τα προβλήματα του κόσμου. Η Μαργαρίτα ήθελε να μείνει για πάντα κλεισμένη σ’αυτή την αγκαλιά. Ξαφνικά άκουσε μια τσιριχτή φωνούλα να της λέει: «Άφησε τώρα τη μαμά σου κι έλα μαζί μου να πάμε στη σειρά, θα γνωρίσουμε τη δασκάλα μας!». Γύρισε το χνουδωτό κεφάλι της και είδε μια μουσουδίτσα χαμογελαστή. Ήταν ένα μικρό σκιουράκι που την κοιτούσε με τα μεγάλα καφετιά του μάτια και της άπλωνε το χέρι.
« Είμαι η Καφετούλα, η σκιουρίνα, και οι φίλοι με φωνάζουν Τούλα! Χαχαχα αστείο δεν είναι το όνομά μου; Εσύ ποια είσαι;»
«Είμαι η Μαργαρίτα και όλοι με φωνάζουν Μαργαρίτα!»
«Ωωωω ωραίο όνομα έχεις, σαν το λουλούδι! Θα πας κι εσύ στην πρώτη τάξη φέτος έτσι δεν είναι;»
«Ναι αυτό είναι αλήθεια. Κι εσύ το ίδιο;»
«Ναι ναι, τι τέλεια θα είμαστε μαζί. Έχω ακούσει ότι η δασκάλα μας η κυρία λύκαινα είναι πολύ καλή και αγαπάει όλα τα παιδιά! Έλα γρήγορα μπαίνουν στη σειρά, τρέχα σου λέω ή μάλλον πέτα πέταααααα!»
Κι άφησε η Μαργαρίτα την μαμά και τον μπαμπά της και χωρίς δεύτερη σκέψη πέταξε στη σειρά και προσγειώθηκε δίπλα στην Τούλα τη σκιουρίνα. Κοιτούσε γύρω της με μια επιφύλαξη αλλά και μια χαρά που είχε βρει μια φίλη. Είδε δυο ελαφάκια, ένα λιονταράκι, δυο σκιουράκια, τρία κουνελάκια, ένα κουνάβι, μία αλεπουδίτσα και διάφορα άλλα ζώα που δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της.
Μια καινούρια πόρτα ανοιγόταν μπροστά της για να ξεκινήσει η σχολική της ζωή. Ήθελε να μάθει τόσα πολλά πράγματα, να μπορεί κι αυτή να συζητάει όπως τα μεγάλα αδέρφια της, να γνωρίσει τον κόσμο. Τις σκέψεις της διέκοψε μια μεγάλη σκιά που στεκόταν μπροστά της και της έκρυβε τον ήλιο. Σήκωσε αργά το κεφαλάκι της και είδε την κυρία λύκαινα. Ή μάλλον διέκρινε πρώτα το μεγάλο χαμόγελο της κυρίας λύκαινας και της χαμογέλασε κι αυτή.
« Κι εσύ πρέπει να είσαι η Μαργαρίτα, η μικρή κουκουβάγια! Βλέπω έφερες και την τσάντα σου μαζί. Είσαι πανέτοιμη για το σχολείο!»
«Ναι κυρία λύκαινα, εγώ είμαι η Μαργαρίτα!»
«Και βλέπω πως έκανες κιόλας μια καινούρια φίλη, την Τούλα!»
Η Μαργαρίτα ήταν ενθουσιασμένη που η δασκάλα της μίλησε τόσο όμορφα κι ένιωθε περήφανη για τον εαυτό της. Δεν είχε ξανανιώσει αυτό το συναίσθημα και τελικά σκεφτόταν πως είναι καλό να ανοίγεσαι και να δίνεις ευκαιρίες στον εαυτό σου αλλά και στους άλλους.
Όταν τελείωσαν οι συστάσεις οι γονείς έφυγαν κι έμειναν οι δασκάλες και τα παιδιά. Η κυρία λύκαινα πήρε τους μαθητές της κι έκαναν έναν μικρό περίπατο στο δάσος για να γνωριστούν. Το κάθε ζωάκι μίλησε για την οικογένειά του, για τα πράγματα που του αρέσουν να κάνει και τι θέλει να μάθει από το σχολείο. Όταν έφτασε η σειρά της μικρής κουκουβάγιας ήταν έτοιμη να μιλήσει και δεν ένιωθε φόβο όπως παλιότερα.
« Εγώ, κυρία, έχω τέσσερα αδέρφια, δύο αδερφές και δύο αδερφούς. Αλλά όλοι είναι μεγάλοι και δεν ασχολούνται πολύ μαζί μου. Ο μπαμπάς και η μαμά δουλεύουν οπότε όλα τα κάνω μόνη μου. Μου αρέσει να βλέπω τις εικόνες στα παραμύθια μου και να πηγαίνω βόλτες στο δάσος με τη μαμά μου. Στο σχολείο θέλω να μάθω να διαβάζω και να κάνω πολλούς φίλους. Χτες είχα άγχος και δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να έρθω αλλά τελικά μου αρέσει πολύ που είμαι εδώ και γνώρισα εσάς και τους συμμαθητές μου!»
«Πολύ ωραία λόγια αυτά Μαργαρίτα μου! Όλοι κάποιες φορές αισθανόμαστε κατά κάποιον τρόπο άσχημα και δεν θέλουμε να κάνουμε πράγματα ή θέλουμε να κλειστούμε στον εαυτό μας. Παρόλα αυτά είναι καλό να έχουμε ανθρώπους δίπλα μας να μας στηρίζουν και να μας αγαπούν. Εμείς εδώ θα είμαστε μια μεγάλη ομάδα, θα γνωριστούμε μεταξύ μας, θα μάθουμε πράγματα. Σαφώς θα έχουμε και καλές και κακές στιγμές. Το βασικό όμως είναι στο τέλος της μέρας να έχουμε λύσει τις διαφορές μας και να αγαπάμε ο ένας τον άλλο!»
Τα λόγια της δασκάλας μπήκαν στο μυαλό της Μαργαρίτας. «Τι σοφή δασκάλα που έχω », σκεφτόταν η μικρή κουκουβάγια την ώρα που γύριζε στη φωλιά της. Στον κήπο καθόταν ο μπαμπάς με τη μαμά της και την περίμεναν να γυρίσει από το σχολείο.
« Πώς ήταν η μέρα σου γλυκιά μου;» τη ρώτησε η μαμά της.
«Μαμά ήταν πολύ ωραία. Δεν φανταζόμουν ότι το σχολείο είναι τόσο ωραίο. Η κυρία λύκαινα μας είπε πολύ όμορφα πράγματα και ανυπομονώ να πάω και αύριο. Γνώρισα και όλους τους συμμαθητές μου, παίξαμε και συζητήσαμε. Τελικά δεν έπρεπε να έχω άγχος και να φοβάμαι.»
Κι έτσι η Μαργαρίτα, η μικρή ντροπαλή κουκουβάγια, ένιωσε ασφαλής και σίγουρη με τον εαυτό της. Και κάθε μέρα πήγαινε στο σχολείο με μεγάλη ανυπομονησία να συναντήσει τους καινούριους φίλους και τη δασκάλα της.
Ειρήνη Κεμερλή