Τι δεν ξέρετε τον Άλκη; Αλήθεια;;; Ας σας τον γνωρίσω λοιπόν.
Ο Άλκης είναι ένα εξάχρονο αγόρι που θα πάει πρώτη δημοτικού. Του αρέσουν τα παραμύθια τόσο πολύ που όλο το καλοκαίρι τα διάβαζε! Κάθε μέρα από ένα. Και δεν έχει ιδιαίτερες προτιμήσεις, τα διαβάζει όλα, όποιο τραβήξει από τη βιβλιοθήκη του, αλλά και από τη βιβλιοθήκη της αδερφής του!
Το τελευταίο παραμύθι που διάβασε αναφερόταν σε νεράιδες, ξωτικά, μαγικά ραβδιά και φίλτρα. Δεν το κατάλαβε και πολύ, γιατί δεν είχε διαβάσει κάτι παρόμοιο ξανά. Είχε και άγνωστες λέξεις, αλλά ρώτησε την Κρυσταλία, την αδερφή του, που είναι δύο χρόνια μεγαλύτερη και τα ξέρει όλα. Αφού του τις εξήγησε η αδερφή του, είχε ανοίξει ένας καινούριος ορίζοντας μπροστά του, εξίσου εντυπωσιακός με τους ιππότες και τα ξίφη που διάβαζε παλιότερα.
Ο Άλκης λοιπόν πήγε την πρώτη μέρα στο σχολείο και ανυπομονούσε να μάθει ποια δασκάλα ή ποιον δάσκαλο θα είχε. Ήθελε τόσο πολύ να ξεκινήσει το σχολείο για να μάθει να διαβάζει και να ξέρει όλα αυτά που ήξερε και η αδερφή του. Μπήκε από τους πρώτους στην τάξη και κάθισε μαζί με τον φίλο του, τον Μανώλη.
Μεγάλη οχλαγωγία στην τάξη, ψουψού από εδώ ψουψού από εκεί, γλώσσα δεν έβαζαν μέσα τους. Σε λίγη ώρα άνοιξε η πόρτα. Όλα τα παιδιά σταμάτησαν και ακούστηκαν μόνο βήματα. Η διευθύντρια – την ήξερε ο Άλκης από την αδερφή του – φορώντας το αυστηρό ταγιέρ και τα τακούνια της πήγε προς την έδρα. Τακ τακ τα τακούνια, τακ τακ και η καρδούλα του Άλκη. «Λες να μην έχουμε καινούρια δασκάλα και να έχουμε τη διευθύντρια;» σκεφτόταν ο Άλκης και δεν του άρεσε καθόλου αυτή η σκέψη.
«Αγαπητά μου παιδιά, έχω τη χαρά να σας συστήσω την καινούρια σας δασκάλα, την κυρία Σουνάρ Αναντολού!»
Και μπαίνει μέσα μια δασκάλα ψηλή με μακριά μαύρα μαλλιά και τεράστια μαύρα μάτια. Αλλά αυτό που ήταν το πιο ωραίο πάνω της ήταν το υπέροχο χαμόγελό της.
«Καλημέρα» είπε χαμογελαστή. Πνιχτές καλημέρες ακούστηκαν από διάφορες γωνιές της τάξης. Μια αμηχανία ήταν διάχυτη παντού κι έτσι η διευθύντρια έφυγε για να τους αφήσει να γνωριστούν.
«Τι όνομα είναι αυτό μωρέ;» είπε χαμηλόφωνα ο Άλκης στον Μανώλη.
«Πού να ξέρω; Ούτε που το θυμάμαι, έπρεπε να το γράψουμε την ώρα που το είπε!» απάντησε ο Μανώλης.
Η κυρία Σουνάρ ξεκίνησε να μιλάει και να εξηγεί στα παιδιά πως θα δουλέψουν αυτήν τη σχολική χρονιά. Ο Άλκης όμως την επεξεργαζόταν και δεν άκουσε ούτε λέξη από αυτά που είπε. Ήταν γενικά όλο το υπόλοιπο πρωινό αρκετά αφηρημένος και σκεπτικός. Όταν χτύπησε το κουδούνι της λήξης σηκώθηκε και έφυγε από τους πρώτους, ιδιαίτερα ανακουφισμένος.
Φτάνοντας στο σπίτι του τον περίμενε όλο χαρά η μαμά του για να μάθει τις εντυπώσεις του από την πρώτη μέρα στο σχολείο. Της φάνηκε κάπως απογοητευμένος και τον ρώτησε:
«Άλκη μου, όλα καλά σήμερα; μήπως κουράστηκες;»«Όχι μαμά, πώς να κουραστώ; Δεν κάναμε κάτι ιδιαίτερο σήμερα.»
«Ναι αλλά δεν φαίνεσαι χαρούμενος!»
«Δεν ξέρω μαμά, είμαι λίγο μπερδεμένος.»
«Ποιο είναι το πρόβλημά σου αγόρι μου;»
«Η κυρία…»
Ξαφνιάστηκε η μαμά του!
«Τι εννοείς παιδί μου η κυρία; Συνέβη κάτι; Εμένα μια χαρά μου φάνηκε. Νέα, χαμογελαστή. Τι πρόβλημα υπάρχει;»
«Μα μαμά, δεν είδες;»
«Τι να δω βρε Άλκη; Μίλα επιτέλους ξεκάθαρα για να συνεννοηθούμε. Με μπερδεύεις και δεν καταλαβαίνω.»
«Μαμά είναι μαύρη!!!Η κυρία δεν θυμάμαι πώς την λένε είναι μαύρη… δεν είναι σαν κι εμάς.»
Επικράτησε ησυχία για λίγα λεπτά. Την σιωπή έσπασε η μαμά, η οποία προσπαθούσε να χωνέψει αυτό που της είχε πει ο γιος της.
«Και γιατί παιδί μου είναι αυτό πρόβλημα; Το θέμα είναι να είναι καλή και να σας αγαπάει, να σας μαθαίνει διάφορα πράγματα. Αν ήταν σαν κι εμάς όπως λες ποια θα ήταν η διαφορά;»
Ο Άλκης δεν απάντησε. Δεν ήξερε τι να απαντήσει! Του φαινόταν λογικό αυτό που έλεγε η μαμά του, αλλά πάλι έβρισκε περίεργο το γεγονός ότι η δασκάλα του ήταν διαφορετικής εθνικότητας.
Την επόμενη μέρα στο σχολείο πήγε με επιφύλαξη. Η κυρία Σουνάρ βρισκόταν ήδη εκεί, χαμογελαστή και με ανοιχτή την αγκαλιά της για τους μαθητές της. Ο Άλκης δεν ήθελε να τον αγκαλιάσει κι έτσι βρήκε μια αφορμή και ξέφυγε. Όση ώρα τους παρέδιδε μάθημα την παρατηρούσε και σκεφτόταν τα λόγια της μαμάς του. Δεν θα είχε καμία διαφορά αν η κυρία Σουνάρ ήταν λευκή… πάλι θα είχε το ίδιο υπέροχο χαμόγελο και θα άνοιγε τα χέρια της για να αγκαλιάσει όποιον μαθητή το ήθελε. Πάλι θα μιλούσε με τον ίδιο ενθουσιασμό για τα μαθήματα και θα γελούσε με τα παιδιά.
Κι έτσι ο Άλκης κάθε μέρα που περνούσε ένιωθε όλο και πιο καλά με την δασκάλα του κι άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο να μιλήσει και να κάνει πολλά πράγματα μέσα στην τάξη. Και ήταν μεγάλη η χαρά της δασκάλας που τον έβλεπε να συμμετέχει όλο και πιο πολύ και αντιλαμβανόταν ότι ο μικρός μαθητής της είχε αρχίσει να την αποδέχεται.
Πέρασε λοιπόν μια ολόκληρη χρονιά που βοήθησε τον Άλκη κι άλλους συμμαθητές του να καταλάβουν πως όσο διαφορετικοί φαινόμαστε, τόσο ίδιοι μπορεί ουσιαστικά να είμαστε. Κι ο φίλος μας ο Άλκης την αγάπησε πολύ την κυρία Σουνάρ και ήθελε για το τέλος της σχολικής χρονιάς να της κάνει ένα δώρο. Έβαλε λοιπόν το μυαλουδάκι του να δουλέψει και σκεφτόταν τι θα μπορούσε να εντυπωσιάσει την κυρία του. Ρώτησε τη μαμά και την αδερφή του, αλλά δεν τον ικανοποίησε καμία γνώμη.
Αλλά ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα, μια φοβερή ιδέα στο μυαλό και έβαλε τα δυνατά του για να την πραγματοποιήσει. Δούλεψε όλη νύχτα κι ας είχαν πονέσει τα μάτια του και κουτούλαγε. Όταν επιτέλους το τελείωσε ήταν τόσο ευτυχισμένος που δεν τον ένοιαζε καθόλου το γεγονός ότι ήταν άυπνος.
Φτάνοντας στο σχολείο έτρεξε πρώτος στην τάξη για να βρει την κυρία Σουνάρ μόνη της. Την ξάφνιασε έτσι όπως μπήκε μέσα και της έδωσε ένα πακέτο με πολύ ωραίο περιτύλιγμα. Του έδωσε ένα μεγάλο φιλί και τον αγκάλιασε σφιχτά! Αμέσως άρχισε να ξετυλίγει το δώρο της και όταν το έπιασε στα χέρια της δάκρυσε.
«Είναι το αγαπημένο μου παραμύθι από τα παιδικά μου χρόνια. Και το έχεις ζωγραφίσει κιόλας. Γιατί όμως;»
«Κυρία αυτό το παραμύθι το διάβασα πριν ξεκινήσουν τα σχολεία, το είχα πάρει από τη βιβλιοθήκη της αδερφής μου. Στην αρχή δεν μου πολυάρεσε που είχε νεράιδες και μαγικά και τέτοια πράγματα, αλλά μετά μου θύμιζε εσάς,δεν ξέρω γιατί. Και θυμάμαι που μας είπατε κάποια στιγμή ότι σας άρεσε πολύ. Απλά σκέφτηκα να το κάνω λίγο διαφορετικό και να πάρετε εσείς τη θέση της νεράιδας. Έτσι αποφάσισα να βάψω τη νεράιδα με μαύρο χρώμα και να της βάλω μαύρα μακριά μαλλιά και μεγάλα μάτια. Νομίζω ότι σας μοιάζει.»
Όση ώρα μιλούσε ο Άλκης η κυρία του προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Δεν τα κατάφερνε όμως, αλλά δεν πειράζει γιατί ήταν δάκρυα χαράς. Ήταν τόσο περήφανη για όλους τους μαθητές της, μα για τον Άλκη ήταν λίγο παραπάνω. Γιατί αυτό το παιδί μίλησε στην ψυχή της. Γιατί η ίδια με τον χαρακτήρα και τις πράξεις της του έδειξε ότι το χρώμα δεν έχει σημασία· ότι η διαφορετικότητα είναι κάτι θετικό και δημιουργικό συνάμα!
Και το πιο σημαντικό απ’όλα είναι ότι ο Άλκης μεγαλώνοντας θυμόταν πάντα με αγάπη κι ευγνωμοσύνη την πρώτη του δασκάλα, την κυρία Σουνάρ. Και πάντα πίστευε μέσα του ότι υπάρχουν οι νεράιδες… απλά είναι στο χέρι μας να τις ανακαλύψουμε!
Ειρήνη Κεμερλή