Παιδιά καίγονται και πεθαίνουν σε φωτιές, σε πολέμους, απο εχθρούς, από οικογένειες. Από ανθρώπους σκληρούς και βάναυσους. Ανθρώπους που δε λογαριάζουν τίποτα μπροστά στο κυνήγι του χρήματος, της δόξας και της εξουσίας.
Κάθε τόσο, η μάνα γη αγκαλιάζει σώματα παιδιών που δεν πρόλαβαν να την φροντίσουν. Σκεπάζει με το χώμα της, τις ψυχές και τα σώματα παιδιών αθώων που πληρώνουν την κακιά, την αμέλεια και τα λάθη των μεγάλων.
Είναι παιδιά που δεν πρόλαβαν να χαρούν, δεν πρόλαβαν να παίξουν, δεν πρόλαβαν να ονειρευτούν. Και όσα πρόλαβαν να ονειρευτούν, πήραν τα όνειρα τους συντροφιά στο παράδεισο.
Η ζωή τους διήρκησε όσο διαρκεί η ανατολή πριν να έρθει η δύση.
Και όσο λαμπρή και φωτεινή ήταν η ανατολή αλλά τόσο ζοφερή και θλιβερή ήταν η δύση. Γεμάτη κλάμα και πόνο.
Το γέλιο έγινε ουρλιαχτό και η χαρά δάκρυ.
«Γιατί έτσι είναι η ζωή» απαντάς, και μετά αλλάζεις πλευρό να κοιμηθείς. Μα με τις ερινύες να φωνάζουν, τις αιματοβαμμένες εικόνες να περνάνε απο μπροστά σου σαν φιλμ κακογραμμένης ταινίας πώς να κοιμηθείς;
Ξέρω δεν φταις. Φταίνε οι φωτιές, φταίνε αυτοί που θέλουν τα πετρέλαια, φταίνε οι άλλοι που επιθυμούν να κάνουν τη γη δική τους.
Μα έχει σημασία ποιος φταίει;
Έχει σημασία ο τρόπος που χάθηκε μια παιδική ψυχή ;
Αν κάηκε μέσα σε φλόγες, αν πέθανε στη Συρία ή στην Παλαιστίνη, ή αν πέθανε απο ασιτία. Μπορεί να ήταν θύμα μπουλινγκ, ίσως και θύμα των ίδιων του των γονέων.
Σημασία έχει ότι παιδιά χάνονται καθημερινά και μαζί με αυτά χάνεται και η ελπίδα. Η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, για έναν καλύτερο κόσμο.
Τετριμμένα ακούγονται, ξερω.
Μα φαντάσου τον κόσμο χωρίς ελπίδα.
Θα έμοιαζε με παιδική χαρά, παρατημένη και εγκαταλελειμμένη, γεμάτη αγριόχορτα, σκουριασμένες κούνιες και σκουπίδια.
Έτσι θα καταντήσει στο τέλος και η κοινωνία μας. Γεμάτη ηλικιωμένους και ανθρώπους ψυχικά άρρωστους.
Το δυστύχημα είναι πως όσο και αν θρηνούμε τίποτα δεν αλλάζει, όπως και τίποτα δεν έχει αλλάξει ως τώρα. Και αυτή, ίσως, να είναι και η μεγαλύτερη απόδειξη.
Θα θρηνήσουμε πάνω σε μια εικόνα που θα δούμε μπροστά μας, θα σχολιάσουμε τα κακώς κείμενα και μετά ο καθένας μας θα συνεχίσει τη ζωή του, ακριβώς, από εκεί που την άφησε.
Μετατρέψαμε τον κόσμο σε ζούγκλα. Γίναμε θηρία σε ενα αέναο και εμμονικό κυνήγι για εξουσία, εκδίκηση και επιβολή.
Η φράση «δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι» φαντάζει η ιδανική απάντηση σε κάθε ενοχή, σε κάθε κρίση συνείδησης. Παυσίπονο για τον πόνο του άλλου.
Και αφού έτσι μάθαμε, συνεχίζουμε να ζούμε έτσι. Συνεχίζουμε να μαθαίνουμε και στα παιδιά μας να φέρονται και να σκέφτονται έτσι. Γιατί «δεν φταίμε εμείς, αλλα φταίνε οι άλλοι».
Το λιθαράκι μας στον κόσμο, αυτό που θα έπρεπε να αφήνουμε όλοι, ως ενέχυρο για την ευημερία και την πρόοδο μετατρέπεται σε κούτσουρο, που στέκεται εκεί να μας θυμίζει την κακιά που μας περιβάλει.
Όσο και αν προσπαθεις να το πασπάλισεις με χρυσόσκονη για να φαίνεται όμορφο, αυτό θα μένει πάντα εκεί να σου θυμίζει την πράξη.
Να σου θυμίζει πως αδιαφόρησες για τον κόσμο που θα παραδόσεις στο παιδί σου, πως αδιαφόρησες για το ίδιο σου το παιδί.
Για κάθε παιδί που πεθαίνει, υπάρχει πάντα ένας ενήλικας που δεν μερίμνησε ούτε για το μέλλον του παιδιού του αλλά ούτε και για το μέλλον αυτού του κόσμου.
Για κάθε παιδί που χάνεται, φταίει πάντα ένας ενήλικας που δεν έκανε σωστά τη δουλειά του…
Και δεν είναι άλλος πέρα από εσένα, από εμένα, από τον διπλανό…
Γιατί ο κόσμος είναι πολύ μικρός και φτωχός για να αντέξει την ελπίδα και το όνειρο που κουβαλά η παιδική καρδιά.
Ευαγγελία Τζιάκα