Περίληψη
Η μετάβαση στην εκπαιδευτική διαδικασία, έχει απασχολήσει τις τελευταίες δεκαετίες πολύ την επιστημονική κοινότητα. Η θεωρία των δεσμών προσκόλλησης και κατά πόσο σχετίζεται με την κάθε είδους μετάβαση του ανθρώπου, θα εξεταστεί σ’ αυτή την εργασία. Με βάση τα νέα επιστημονικά δεδομένα που αφορούν στην θεωρία των δεσμών προσκόλλησης, η ασφαλής προσκόλληση οδηγεί στην ομαλή μετάβαση των παιδιών στην εκπαιδευτική διαδικασία, από το σπίτι στον Βρεφονηπιακό σταθμό, από το Νηπιαγωγείο στο Δημοτικό σχολείο και γενικά στην ανάπτυξη κοινωνικών και προσωπικών σχέσεων και στην εισαγωγή σε καινούριες καταστάσεις που εμπεριέχουν αλλαγές. Η ενημέρωση των γονέων και η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, σε θέματα που αφορούν στην διαμόρφωση ή την τροποποίηση δεσμών προσκόλλησης συμβάλλει αποτελεσματικά στην ομαλή μετάβαση. Η ασφαλής προσκόλληση οδηγεί στην ασφαλή μετάβαση.
Λέξεις κλειδιά: προσκόλληση, θεωρία δεσμών, ασφάλεια, μετάβαση
Εισαγωγή
Τα ανθρώπινα όντα, σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο είδος, διέρχονται από μακρά περίοδο εξάρτησης από άλλους. Για την επιβίωσή τους πρέπει να τα φροντίζουν, ωριμότερα μέλη του είδους για πολλά χρόνια (Field, 1996). Αναπτύσσεται ένα είδος προσκόλλησης, μέσα από αυτή την φροντίδα. Το είδος της φροντίδας που απολαμβάνουν τα βρέφη, έχει πολλή μεγάλη σημασία και επηρεάζει το είδος της προσκόλλησης που διαμορφώνουν, ασφαλή ή ανασφαλή προσκόλληση και τις συνέπειες τους. Ο John Bowlby (1969), μελετώντας την πρώιμη σχέση μητέρας -παιδιού, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η προσκόλληση, δεν είναι μόνο απαραίτητη για την επιβίωση αλλά είναι και ένα γενετικά καθορισμένο χαρακτηριστικό. Αν η μητέρα και το βρέφος χωριστούν, βιώνουν και οι δυο έντονο άγχος αποχωρισμού, που αν δεν αποκατασταθεί, οι συνέπειες για το βρέφος θα είναι πολύ βαθιές( I.Yalom, 2017). Η δημιουργία δεσμών προσκόλλησης είναι πολύ σημαντική για την ανάπτυξη του παιδιού. Η ανάπτυξη και η ποιότητα των σχέσεων του παιδιού με το πρόσωπο που το φροντίζει είναι απαραίτητη για την κανονική του ανάπτυξη και την συναισθηματική του ωριμότητα. Στον πρώτο χρόνο της ζωής του βρέφους κορυφώνεται η διαδικασία της ανάπτυξης δεσμών προσκόλλησης. Το παιδί αναπτύσσει από ανασφάλεια έναν ισχυρό δεσμό με τη μητέρα, ο οποίος ενισχύεται ακόμη περισσότερο λόγω της ισχυρούς έλξης που νοιώθει η μητέρα προς το παιδί (H.Gardner, 2010). Στην ανάπτυξη αυτών των δεσμών προσκόλλησης και το «σχεσιακό πλέγμα» κατά την Mitchel, το πρόσωπο γίνεται κατανοητό μέσα στον πυκνό ιστό των σχέσεων, τωρινών και μελλοντικών (I.Yalom, 1017). Η απουσία ενός τέτοιου δεσμού συνεπάγεται την δημιουργία προβλημάτων όσον αφορά στην μελλοντική ικανότητα του ατόμου να γνωρίζει άλλα πρόσωπα, να σχετίζεται μαζί τους και να αντλεί από την γνώση αυτήν καθώς γνωρίζει βαθμιαία τον εαυτό του.
Θεωρία «δεσμού» του Bowlby
Ο Bowlby, παρατήρησε τα παιδιά που έχασαν ή απομακρύνθηκαν από τους γονείς τους μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο για μεγάλο χρονικό διάστημα, μελέτησε τις εκθέσεις κλινικών συνεντεύξεων με εφήβους που είχαν ψυχολογικά προβλήματα ή παραβατική συμπεριφορά. Βρήκε ότι οι διάφορες πηγές περιέγραφαν παρόμοια στάδια (Bowlby, 1969). Μετά τον αποχωρισμό τα παιδιά κλαίνε, γίνονται έξαλλα από τον φόβο τους. παθαίνουν κρίσεις θυμού, προσπαθούν να δραπετεύσουν απ’ το ξένο περιβάλλον. Το δεύτερο στάδιο είναι της απογοήτευσης, της κατάθλιψης και της απόγνωσης. Αν ο αποχωρισμός συνεχιστεί και δεν αποκατασταθεί με την δημιουργία κάποιας άλλης σταθερής σχέσης, τα παιδιά αυτά αδιαφορούν εξ ολοκλήρου για τους άλλους. Την κατάσταση αυτών των παιδιών την ονόμασε αποδέσμευση (disattachement). Για το σχηματισμό όμως μιας ασφαλούς προσκόλλησης, ο Bowlby, υπέθεσε ότι θα πρέπει να υπάρχει ένας μηχανισμός που να παρέχει ισορροπία μεταξύ της ανάγκης του βρέφους για ασφάλεια και της ανάγκης του για εξερεύνηση και για ποικίλες εμπειρίες μάθησης. Τον μηχανισμό αυτόν τον αποκάλεσε «δεσμό» και ολοκληρώνεται μέσα από τέσσερις φάσεις ως την ολοκλήρωση των δύο πρώτων χρόνων της ζωής του παιδιού, δημιουργώντας μια «δυναμική ισορροπία μεταξύ του ζεύγους μητέρας-παιδιού. Το πρώτο στάδιο του «προ-συντονισμού», ως 6 εβδομάδων, τα βρέφη μένουν σε στενή επαφή με όσους τα φροντίζουν, και προσπαθούν να συντονιστούν με τα συναισθήματα και την συμπεριφορά της μητέρας. Το δεύτερο στάδιο από 6 εβδομάδων ως 6-8 μηνών τα βρέφη αισθάνονται τον «φόβο των ξένων», η κατάσταση εξισορροπείται με την εμφάνιση του προσώπου που παρέχει ασφάλεια, το τρίτο στάδιο το «άγχος του αποχωρισμού» που εξισορροπείται και πάλι με την εμφάνιση του προσώπου φροντίδας και το τελευταίο στάδιο το αίσθημα της ασφάλειας, που ολοκληρώνεται μέχρι τα 2 χρόνια
Ασφαλής και ανασφαλής προσκόλληση
Οι επιστημονικές έρευνες κατέληξαν λοιπόν, ότι η αίσθηση ασφάλειας είναι πιο σημαντική από την τροφή για την δημιουργία δεσμού. Καθώς μεγάλωναν τα πιθηκάκια των πειραμάτων των Harlow & Harlow, (Pallini, 2014), όπου για ένα χρόνο τρέφονταν από υποκατάστατα μητέρας, μια από σύρμα και μια από ύφασμα. Ενώ τρέφονταν κι από τις δυο, έδειξαν προτίμηση να αγκαλιάζουν την υφασμάτινη. Οι ερευνητές κατέληξαν στα εξής συμπεράσματα: τα πιθηκάκια ήταν επιθετικά, δεν ήταν κοινωνικά και κανένα απ’ αυτά δεν μπορούσε να συνουσιαστεί κανονικά, «το υποκατάστατο δεν μπορεί να κρατήσει στην αγκαλιά του το βρέφος, και να επικοινωνήσει με ήχους και χειρονομίες. Δεν μπορεί να υποδείξει την κακή συμπεριφορά ούτε και να προσπαθήσει να διακόψει το σωματικό δεσμό του βρέφους προτού γίνει έμμονη ιδέα» (Harlow & Harlow, 1969).
Η μεταγενέστερη κοινωνική συμπεριφορά αυτών των πιθήκων ενισχύει την πεποίθηση του Bowlby, ότι ο δεσμός αναπτύσσεται και αμφίδρομα. Είναι ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα μεταξύ μητέρας και βρέφους που συμβάλλει την συναισθηματική ανάπτυξη του βρέφους. Για να υπάρξει λοιπόν δεσμός χρειάζεται συναλλαγή συναισθημάτων. Τα πιθηκάκια ναι μεν αγκάλιαζαν την υφασμάτινη μητέρα αλλά ήταν δική τους η ενέργεια, δεν έπαιρναν ζεστασιά. Το σύστημα της ρύθμισης μέσω της ανταλλαγής συναισθημάτων δεν λειτούργησε και δεν δημιουργήθηκε δεσμός προσκόλλησης. Τα πιθηκάκια δεν μπόρεσαν ποτέ να αναπτύξουν κοινωνικές σχέσεις, ούτε το σύστημα αναπαραγωγής λειτούργησε. «Η απουσία του «δεσμού» συνεπάγεται την δημιουργία προβλημάτων όσον αφορά την μελλοντική ικανότητα του ατόμου να γνωρίζει άλλα πρόσωπα και να μεγαλώνει απογόνους» ( Gardner, 2010).
Η συμπεριφορά προσκόλλησης ενεργοποιείται σε συνθήκες αδυναμίας και κινδύνου, με την απουσία της μητέρας και σταματάει με την εγγύτητά της. Η απομάκρυνση της μητέρας αποτελεί για το παιδί το ερέθισμα-σήμα για να ενεργοποιήσει τη συμπεριφορά προσκόλλησης. Από την στιγμή που θα πετύχει τον σκοπό του η εγγύτητα της μητέρας αποτελεί το ερέθισμα-σήμα, για την ενεργοποίηση της συμπεριφοράς εξερεύνησης. Η φιγούρα επιμέλειας είναι η ασφαλής βάση που χρησιμοποιεί το παιδί για τις εξερευνήσεις του, με την ενεργοποίηση ή παύση των συμπεριφορών προσκόλλησης (Pallini, 2014). Δηλαδή κατά μια έννοια στη σχέση μητέρα-παιδί, το ερέθισμα-σήμα για την ενεργοποίηση της συμπεριφοράς προσκόλλησης, είναι η μητρική απουσία. Η διατήρηση της εγγύτητας σε έναν προστατευτικό ενήλικα είναι πρωταρχικής σημασίας μηχανισμός για την επιβίωση του παιδιού (Bowlby,1969). Η ασφαλής ανάπτυξη δεσμών προσκόλλησης στην βρεφική μας ηλικία αποτελεί το ψυχικό μας απόθεμα στην αντιμετώπιση δυσκολιών. Ακόμη και η ικανότητα να μπορέσει ένα αυτάρκες άτομο να ζητήσει βοήθεια, αποτελεί μια κατάκτηση, μια κοινωνική ωρίμανση. Είναι σημάδι ψυχικής ισορροπίας η καταφυγή στην βοήθεια και συνήθως σε άτομα που είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν τον κόσμο με ψυχικό σθένος (Pallini, 2014).
Η ανασφαλής προσκόλληση, είναι η προσκόλληση στην οποία δεν κατάφεραν να αναπτυχθούν οι δεσμοί προσκόλλησης. Στην μελέτη της Ainsworth και της ομάδας της (1978), σε κατάσταση που ονομάστηκε «συνθήκη μ’ έναν ξένο» (strange situation), παρατηρήθηκαν αντιδράσεις παιδιών σε καταστάσεις ξένες προς το παιδί για να παρατηρηθεί η ενεργοποίηση του συστήματος προσκόλλησης, στο απρόβλεπτο και ξένο. Παρατηρήθηκε η μεταβλητή «ασφάλεια-άγχος» και η σχέση της με την σωματική επαφή. Τα παιδιά που είχαν αναπτύξει ασφαλείς δεσμούς προσκόλλησης αντιδρούσαν έντονα στην απουσία της μητέρας, αλλά παρουσία της, μπορούσαν εύκολα να απομακρυνθούν και να συνεχίσουν την εξερεύνηση. Σε αντίθεση με τα παιδιά με ανασφαλείς δεσμούς προσκόλλησης που γίνονταν επιθετικά με την φιγούρα φροντίδας ή δεν σταματούσαν το κλάμα και με την εγγύτητα της μητέρας, γενικά ήταν αγχώδη.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:
Η Αικατερίνη Νιζάμη είναι Νηπιαγωγός, απόφοιτη του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (ΤΕΠΑΕ) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εργάζεται σε δημόσιο Νηπιαγωγείο. Έχει μεταπτυχιακό με τίτλο « Συναισθηματικές και Συγκινησιακές Δυναμικές και Εκπαίδευση» από το πανεπιστήμιο TorVergata της Ρώμης. Επίσης είναι κάτοχος διπλώματος Διδασκαλείου Γενικής Αγωγής και πτυχιούχος Α.Τ.Ε.Ι Λάρισας της Σ.Δ.Ο. Έχει πιστοποίηση Αγγλικής, Ιταλικής και Γαλλικής γλώσσας σε επίπεδο Γ2. Έχει λάβει μέρος σε πολλά ελληνικά και διεθνή Συνέδρια με εισηγήσεις, ως οργανωτική επιτροπή, κριτής και προεδρείο εργασιών και έχει δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά. Έχει εκδώσει ένα εγχειρίδιο συναισθηματικής αγωγής μέσα από σενάρια κουκλοθέατρου (Βάρφης) και ένα παιδικό παραμύθι την Αχαριστία του κροκόδειλου (Πυραμίδα) . Είναι μέλος της Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδος.