Από την οικοφοβία στη βιοφιλία

0
1137

«Αν θέλουμε τα παιδιά να διαπρέψουν, να γίνουν δυνατά, ας τους δώσουμε χρόνο να συνδεθούν με τη φύση και να την αγαπήσουν πριν τους ζητήσουμε να τη σώσουν» David Sobel.
Τι ζητάμε τελικά από τα παιδιά και τι τους προσφέρουμε; Δεν ξέρω ακριβώς τι τους προσφέρουμε, ξέρω όμως τι δεν τους προσφέρουμε. Δεν τους προσφέρουμε την αληθινή επαφή με το περιβάλλον τους.
Τα παιδιά σήμερα έχουν πολλές ανησυχίες για τα περιβαλλοντικά προβλήματα και όντως επηρεάζονται  πολύ από αυτά, τόσο σε ψυχολογικό όσο και σωματικό επίπεδο. Τα παιδιά πλέον εκφράζουν την ανησυχία, το φόβο και την απαισιοδοξία για τα περιβαλλοντικά ζητήματα, όπως η μόλυνση του περιβάλλοντος, το λιώσιμο των πάγων ή η καταστροφή των δασών. Η (Barraza, 1999) στην έρευνά της ζήτησε από παιδιά να οραματιστούν και να ζωγραφίσουν τη γη μετά από πενήντα χρόνια. Το αποτέλεσμα ζοφερό. Οι ζωγραφιές απεικόνιζαν  ένα απαισιόδοξο μέλλον γεμάτο οικολογικά προβλήματα. Το βασικό θέμα δεν ήταν όμως ότι τα παιδιά έχουν γνώση και ανησυχούν για την κατάσταση στην οποία θα ζήσουν. Το βασικό θέμα είναι ένα είδος σχιζοφρένειας, όπως το χαρακτηρίζει ο David Sobel, συγγραφέας του Beyond Ecophobia: Reclaiming the Heart in Nature Education.
Σχιζοφρένεια όμως γιατί; Όχι βέβαια με την κλινική έννοια του όρου αλλά με την έννοια του παραλογισμού στον οποίο εκθέτουμε τα παιδιά σήμερα. Τα παιδιά μπορεί να γνωρίζουν για αόριστα και μακρινά ζητήματα όπως το λιώσιμο των πάγων, να έχουν δει ζώα υπό εξαφάνιση σε ζωολογικούς κήπους ή ντοκιμαντέρ αλλά στην πραγματικότητα δεν έχουν πλέον σχεδόν καμία επαφή με τη φύση που βρίσκεται γύρω τους. Στα σχολεία τα παιδιά δεν μαθαίνουν και δεν καλούνται να εξερευνήσουν το άμεσο περιβάλλον ή να το ενισχύσουν, αλλά από πολύ μικρή ηλικία ενημερώνονται για αόριστα και απαισιόδοξα θέματα που συχνά δεν είναι σε θέση να διαχειριστούν. Τα παιδιά, είτε μέσα στα σχολεία είτε εκτός αυτών, δεν έχουν ένα φυσικό περιβάλλον για να παίξουν, να ακουμπήσουν τα φυσικά υλικά, να παρατηρήσουν τις ιδιαιτερότητες και την ποικιλία της φύσης. Όσοι έχουν επισκεφθεί πάρκα και παιδικές χαρές θα έχουν αντιληφθεί ότι τα τελευταία χρόνια έχουν αλλάξει τόσο πολύ, εν μέρει για λόγους ασφαλείας, σε βαθμό που ελαχιστοποιούν την επαφή του παιδιού με ό,τι φυσικό.
Και μπορεί να αναρωτηθεί κανείς τι πρόβλημα υπάρχει σε αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι τα παιδιά γνωρίζουν και ενημερώνονται από πολύ μικρή ηλικία, όχι για αυτό που υπάρχει δίπλα τους αλλά για κοσμογονικές αλλαγές, τραγικά οικολογικά προβλήματα τα οποία είναι πολύ μακριά τους. Ως αποτέλεσμα τα παιδιά γεμίζουν άγχος και ανησυχία για τις επικείμενες καταστροφές για τις οποίες δεν μπορούν να δράσουν και τις οποίες δεν μπορούν να συλλάβουν. Όντας ανήμπορα να αντιδράσουν, η ανησυχία τους για το μέλλον μπορεί να μεγαλώνει. Η ανησυχία αυτή οδηγεί και αποτελεί εκδήλωση της οικοφοβίας (ecophobia), που αρχικά σήμαινε το φόβο για το σπίτι ενώ τώρα σημαίνει φόβο για το περιβάλλον. Καθόλου περίεργο βέβαια αν σκεφτεί κανείς ότι το περιβάλλον και η φύση ήταν αρχικά το σπίτι του ανθρώπου. Η αύξηση του φαινομένου παρατηρείται τώρα κυρίως, γιατί τώρα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, οι άνθρωποι σταμάτησαν να προσέχουν και να αντιμετωπίζουν μικρά και διαχειρίσιμα οικολογικά προβλήματα και παρατηρούν τα μακρινά, για τα οποία δεν μπορούν να αντιδράσουν και για αυτό νιώθουν απελπισμένοι και αβοήθητοι. Αντ’ αυτού οι άνθρωποι θα έπρεπε να ασχολούνται με τα άμεσα και μικρά προβλήματα στα οποία μπορούν να προσφέρουν τη βοήθεια τους, γνωρίζοντας και βοηθώντας το άμεσο περιβάλλον στο οποίο ζουν.
Πέρα από το ότι τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με την ανησυχία και την ανημποριά για το μέλλον τους, η αποσύνδεση από το περιβάλλον τους στερεί τα βασικά πλεονεκτήματα που η φύση προσφέρει σε σωματικό, γνωστικό και ψυχολογικό επίπεδο. Η επαφή με το περιβάλλον είναι βασική για την πνευματική και σωματική ευεξία (Maas et al., 2006. Fuller et al., 2007), την χαλάρωση από το στρες (Van den Berg et al., 2007) και από το πλήθος ερεθισμάτων με τα οποία ο άνθρωπος της σύγχρονης ζωής κατακλύζεται (Kaplan, 1995). Το φυσικό περιβάλλον βοηθά το άτομο να ενσωματωθεί περισσότερο κοινωνικά (Coley et al., 1997).
Η απομόνωση από αυτό σχετίζεται με αυξημένα ποσοστά διάσπασης προσοχής και υπερκινητικότητας ενώ η φύση και τα ζώα μπορούν να συνεισφέρουν στην αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων, όπως ο αυτισμός και νοητική υστέρηση.
Η αρνητική επίδραση της έλλειψης επαφής με το περιβάλλον καταδεικνύει ότι οι άνθρωποι έχουν έμφυτη ανάγκη και συναισθήματα για τη φύση και προσπαθούν να συνδεθούν με όλες τις μορφές ζωής. Η έμφυτη αυτή τάση ονομάζεται βιοφιλία, όπως την εισήγαγε ο Wilson (1984), ενώ πρώτα ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον Erich Fromm για να εξηγήσει την τάση του ανθρώπου να έλκεται από ότι έχει ζωή. Αν όντως ο άνθρωπος έχει έμφυτη τάση να βρίσκεται στη φύση και να την αγαπά τότε είναι φυσικό ότι ο αποχωρισμός από αυτή προκαλεί διαταραχή σε όλα τα ανθρώπινα επίπεδα λειτουργίας.
Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια γίνεται μια προσπάθεια, κυρίως από εκπαιδευτές όχι όμως από γονείς ή άμεσα ενδιαφερόμενους, το φαινόμενο να αντιμετωπιστεί με εκπαιδευτικά, ενημερωτικά ή βιωματικά προγράμματα ή με τη συμπερίληψη περιβαλλοντικής εκπαίδευση στο σχολικό πρόγραμμα.
Κλείνοντας, επανερχόμαστε στο αρχικό ερώτημα. Ας αναρωτηθούμε απλά τι ζητάμε από τα παιδιά, τι τους προσφέρουμε και με ποιο κριτήριο. Γιατί φτιάχνουμε τεχνητά περιβάλλοντα για να προστατεύσουμε τα παιδιά από το φυσικό περιβάλλον; Πως μπορούν τα παιδιά να προστατεύσουν ένα περιβάλλον όταν τους απαγορεύουμε οποιαδήποτε γνωριμία με αυτό;

Αφροδίτη Μηλοβιανού

Διαφήμιση
Διαφήμιση