Κάποτε, σε ένα ινδιάνικο χωριό, ζούσε το Σοφό Γεράκι. Το Σοφό Γεράκι ήταν ο αρχηγός του χωριού και όλοι πήγαιναν σε αυτόν να τον συμβουλευθούν για όποιο πρόβλημα είχαν. Πάντα έβρισκε λύση για αυτούς και εκείνοι ήταν ευχαριστημένοι. Το Σοφό Γεράκι όμως δεν ήταν. Σκεφτόταν ότι εκείνος κατείχε πολύ μικρό ποσοστό της σοφίας όλου του κόσμου και, όταν θα έφευγε, οι χωρικοί δεν θα είχαν που να απευθυνθούν.
Έτσι, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Αποχαιρέτησε το χωριό του και έφυγε να γυρίσει τον κόσμο. Σκοπός του ήταν να συμβουλευτεί ανθρώπους, ζώα, πουλιά, δέντρα και λουλούδια, και να μαζέψει τις συμβουλές τους σε ένα πιθάρι που είχε από τον παππού του. Περιπλανιόταν χρόνια σε καυτές ερήμους και παγωμένες στέπες για να επιστρέψει με αυτά τα σοφά λόγια στο λαό του. Όταν το πιθάρι του γέμισε, αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να γυρίσει πίσω και όλος χαρά ξεκίνησε για το χωριό του.
Λίγο πριν φτάσει ο ήρωας μας στο χωριό του του ήρθε μια ιδέα. Δεν μπορούσε να πάει το πιθάρι στο χωριό έτσι απλά και να το αφήσει αφύλαχτο. Τι θα γινόταν αν του το κλέβανε; Κάτι έπρεπε να κάνει. Τι όμως; Καθόταν μέρες έξω από το χωριό και σκεφτόταν μέχρι που σήκωσε τα μάτια του ψηλά και απέναντι στο δάσος. Εκεί είδε ένα πολύ ψηλό και φουντωτό δέντρο. ‘Να η ιδανική κρυψώνα’, σκέφτηκε και ξεκίνησε για κει.
Όταν πλησίασε αρκετά, κατάλαβε ότι η κρυψώνα ήτανε καλή αλλά ήταν πολύ δύσκολο να τη φτάσει. Δεν μπορούσε με τίποτα να σκαρφαλώσει χωρίς βοήθεια. Το Σοφό Γεράκι όμως, πέρα από σοφό, ήταν και επινοητικό. Έδεσε λοιπόν το πιθάρι στην κοιλιά του με ένα σκοινί και με το ίδιο σκοινί προσπαθούσε να φτάσει τα κλαδιά του δέντρου. Το πιθάρι στην κοιλιά του όμως τον εμπόδιζε και τον έκανε να πέσει πολλές φορές στο έδαφος.
Ήταν έτοιμος να τα παρατήσει όταν ξαφνικά εμφανίστηκε μια αλεπού. Το Σοφό Γεράκι δεν την είδε κάνοντας μια τελευταία προσπάθεια να ανέβει στο δέντρο. ‘Ε, φίλε’, του είπε η αλεπού, ‘γιατί δε δένεις το πιθάρι στην πλάτη σου; Έτσι δεν θα γλιστράς στον κορμό του δέντρου΄. ‘Ωχ’, σκέφτηκε ο ήρωας μας, ‘ταξίδεψα σε όλο τον κόσμο, έμαθα τόσα σοφά μυστικά, και πάλι, ένα ζώο του δάσους αποδείχτηκε πιο σοφό από μένα. Τελικά, η σοφία του κόσμου είναι αστείρευτη και αυτό που έκανα τόσα χρόνια δεν είχε νόημα’.
Έλυσε το πιθάρι από τον ώμο του και άδειασε όλες τις σοφές κουβέντες που είχε μαζέψει. Αυτές σκορπίστηκαν στον αέρα μέχρι τα πέρατα της γης και το Σοφό Γεράκι επέστρεψε στο χωριό του, Εκεί έμεινε ως τα βαθιά του γεράματα, συμβουλεύοντας τους συγχωριανούς του και μένοντας ήσυχος ότι, τουλάχιστον εκείνος, ήταν τόσο σοφός όσο απαιτούσε ο ρόλος του σε αυτό τον κόσμο.
Βιβή Μπαιράμη