Σαν σήμερα, 8 Φεβρουαρίου του 1980 μας αποχαιρετά για πάντα η σάρκα του Νίκου Ξυλούρη. Ταλαιπωρημένος από καρκίνο στον πνεύμονα και τον εγκέφαλο, έχοντας εγχειριστεί πολλές φορές και έχοντας μεταβεί άλλες τόσες στο εξωτερικό για να βρει θεραπεία, σβήνει τελικά “πάνω σε κάτι εξετάσεις που έκανε”, όπως λέει η σύζυγός του, Ουρανία. Όμως όπως είπα, τότε ήταν που μας άφησε μια για πάντα η σάρκα του. Γιατί το πνεύμα, η ψυχή και η φωνή του θα μας συντροφεύουν για πολλές πολλές γενιές ακόμα.
Γι’αυτό ακριβώς το ελεύθερο πνεύμα, για τη μεγάλη ψυχή και τη συνταρακτική φωνή θέλω να γράψω σήμερα. Βιογραφικά στοιχεία και αναλυτική δισκογραφία μπορεί κανείς να διαβάσει σε πολλές ιστοσελίδες και άλλη μια αναφορά σε αυτά είναι περιττή. Εγώ σήμερα ανοίγω το συρτάρι με τις αναμνήσεις… και σας παραδίδω έναν Ξυλούρη μέσα από τα δικά μου μάτια.
Αρκεί να ξεκινήσω λέγοντας πως από μικρή κατά κάποιον τρόπο είχα τον Ψαρονίκο στην καθημερινότητά μου. Αντί για “μια ωραία πεταλούδα” και “αχ κουνελάκι”, ως πιτσιρίκια πρώτα μάθαμε να τραγουδάμε “Πότε θα κάμει ξαστεριά” και “Αγρίμια κι αγριμάκια μου”. Πόση ανατριχίλα να σου προκαλέσει ένα τραγούδι; Πόσο στην καρδιά σου να μιλήσει; Φταίνε οι στίχοι ή η μαγική του φωνή;
Αργότερα, στο δημοτικό, πέφτει στα χέρια μου ένας δίσκος με τις “μεγαλύτερες επιτυχίες του”. “Φιλεντέμ”, “Χίλια μύρια κύματα”, “Μεσοπέλαγα αρμενίζω”… υπνωτισμένη από τη φωνή του Αρχαγγέλου μαθαίνω τους στίχους σχεδόν από την πρώτη ακρόαση. Ο αντίκτυπος που έχει στην ψυχή και την καρδιά δεν περιγράφεται. Είναι σαν να τρυπώνει μέσα σου και να ξεκλειδώνει σκέψεις και συναισθήματα που δεν υποψιαζόσουν ότι είχες.
Στην εφηβεία, γύρω στο Λύκειο, βρίσκω την ταινία του Νίκου Κούνδουρου από την πρώτη συναυλία μετά την πτώση της Χούντας το 1974, “Τα τραγούδια της Φωτιάς”. Ο Ξυλούρης μοναδικός κι εκεί. Τι παλμός, τι ζωντάνια, τι αμεσότητα… Τα τραγούδια που ο κόσμος κάποτε φοβόταν να πει, εκείνη τη βραδιά ακούστηκαν όλα, με φωνή βροντερή, αληθινή, σθεναρή. “Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί”… πόσο νόημα συμπυκνωμένο σε λίγους στίχους. Περιττό να πω πως την ταινία αυτή τη βλέπω από τότε μια φορά το χρόνο για να μην παρασυρθώ ποτέ, να μην αφήσω να ξεχαστούν οι αγώνες λαού, καλλιτεχνών και πνευματικών ανθρώπων ενάντια σε καθεστώτα που καταστρατηγούν την ελευθερία σε οποιαδήποτε έκφρασή της. Παρενθετική η τελευταία αναφορά, αλλά είναι αδύνατο να γράφεις για τον Ξυλούρη και να μην κάνεις μνεία στη συμμετοχή του στον αγώνα κατά της δικτατορίας, όπου έδωσε φωνή στο λαϊκό αίσθημα και κατάφερε να υψώσει το ηθικό των αντιστεκόμενων Ελλήνων.
Μεγαλώνοντας, έχω πλέον διαβάσει και παρακολουθήσει οπτικοακουστικό υλικό, συνεντεύξεις του και συνεντεύξεις όσων τον γνώρισαν που αναφέρονται στο πρόσωπό του, και έχω σχηματίσει τη δική μου εικόνα για το σύμβολο Νίκο Ξυλούρη. Η καρδιά πάντα θα ραγίζει ακούγοντας το “Έβαλε ο Θεός σημάδι” και το “Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου”, πάντα θα ανατριχιάζει κανείς ακούγοντας ριζίτικα με τη φωνή του, το “Ζαβαρακατρανέμια” πάντα θα φέρνει εσωτερική αναταραχή και διάθεση για αγώνα και για αλλαγή.
Πριν 38 χρόνια το σώμα του Αρχαγγέλου θάφτηκε στο χώμα του πρώτου νεκροταφείου Αθηνών. Ίσως έτσι το ήθελε η μοίρα. Να μείνει για πάντα νέος και δυνατός στα μάτια μας, να μην αλλοιωθεί από το χρόνο και ίσως να μη δει την κατάντια πολλών συντρόφων του κατά τη μεταπολιτευτική εποχή. Ίσως και να μην ήταν κανενός το σχέδιο. Ίσως απλά έτυχε να φύγει αυτός ο άνθρωπος νωρίς, ενώ είχε ακόμα τόσα πολλά να προσφέρει. Όπως και να’χει, ένα είναι σίγουρο, ο Νίκος Ξυλούρης είναι συνώνυμο της Κρήτης, της λεβεντιάς, του αγώνα και θα ζει για όσο ακούγονται τα τραγούδια του- για πάντα.
Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου
κι αν έρθουν οι εδικοί μας.
Να μη τους πεις κι απόθανα
να τους βαροκαρδίσεις.
Στρώσε τους τάβλα να γευτούν,
κλίνη να κοιμηθούνε.
Και σαν ξυπνήσουν το πρωί
και σ’ αποχαιρετούνε,
πες του τος πως επόθανα.
Ειρήνη Μαρκιανού