Μου έκανε τρομερή εντύπωση και θα πρέπει να το πούμε, η δήλωση μίας εκ των υποψηφίων για το Νόμπελ Ειρήνης από την Σκάλα Συκαμνιάς. «Δεν θα το άντεχα να λένε στο χωριό, γιατί εσύ και όχι εμείς», είπε με απίστευτη ειλικρίνεια, για άλλους και αφέλεια.
Είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα τελικά η αποδοχή και η αναγνώριση μιας προσπάθειας από τους άλλους; Στην Ελλάδα ναι, αναμφισβήτητα. Θαρρείς και το « να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα» θα πρέπει να γράφεται στα σύνορα της χώρας, ή στα αεροδρόμια για να βλέπει ο ξένος και να ξέρει που έρχεται και με τι νοοτροπίας ανθρώπους έχει να συναγελάζεται.
Όταν σε μια ανθρώπινη στιγμή και σε μία ενδεχόμενη στάση αναγνώρισης ο άνθρωπος σκέφτεται εντελώς ελληνικά πως ίσως να είναι καλύτερα έτσι, αυτό δείχνει ποιο είναι ανέκαθεν το σπουδαιότερο ζήτημα της παιδείας. Ένας ανταγωνισμός στείρος, ανούσιος, απαράδεκτος πέρα ως πέρα και γεμάτος από συμπλέγματα και ενοχές.
Η γιαγιά Μηλίτσα μπορεί πλέον να ηρέμησε καθώς το Νόμπελ πήγε στον πρόεδρο της Κολομβίας, για την προώθηση μιας συμφωνίας που ήδη έχει απορριφθεί. Ας είναι και έτσι, λίγη σημασία έχει. Σημαντικότερο για μας εδώ στο Ελλαδιστάν είναι πως μπορεί να έχουμε φτάσει στο 2016, μπορεί να έχουμε φτάσει στο 2035, αν μας διαβάζει κανείς τότε, αλλά όσα μνημόνια και αν περάσουν, η κακία που βγάζει μεγάλη μερίδα ανθρώπων προς τον συνάνθρωπό του, δεν θα ξεπεραστεί, εκτός και αν η τραυματισμένη σε πολλά και ζωτικά σημεία παιδεία μας και η εκπαίδευση δώσουν την λύση που χρειάζεται. Και αν βέβαια, η άλλη πλευρά είναι διατεθειμένη να ξεπεράσει τα συμπλέγματα της δήθεν κυριαρχίας σε ένα γήπεδο όπου πραγματικός νικητής ούτε υπήρξε, ούτε υπάρχει ποτέ.
Ας μείνουν τα βραβεία στο ράφι λοιπόν, και ας επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας σε άλλα πράγματα. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουμε και η ανηφόρα είναι μεγάλη. Στην προσπάθεια αυτή, κανένας Νόμπελ, και καμιά Ακαδημία από μόνη της δεν μπορεί να βοηθήσει.