Ο Γιώργος Τζιτζικάκης, με πένα που κουβαλάει ψυχή και στο διάβα της υμνεί την Γυναίκα, μας προτρέπει να αναζητήσουμε τις αληθινές αξίες της ζωής.
Διαβάζοντας το βιογραφικό του συγγραφέα Γιώργου Τζιτζικάκη επαληθεύεις το ρητό πως “τίποτα δεν γίνεται τυχαία”. Στα δεκαεπτά συμμετέχει στον Πρώτο Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό Λογοτεχνίας και κερδίζει το Γ΄ Βραβείο από την «Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών» για το διήγημά του “Ο Ζητιάνος”. Ποιος όμως τον μύησε στον κόσμο της λογοτεχνίας από τόσο νεαρή ηλικία;
Μου άρεσαν πολύ τα Νεοελληνικά Κείμενα, τα Αρχαία και φυσικά μέσω της Οδύσσειας και της Ιλιάδας ταξίδεψα σε έναν υπέροχο κόσμο που με μάγεψε. Όσα διάβαζα μέσα στις σελίδες με γοήτευαν, ήθελα να ανακαλύψω περισσότερα και ίσως και να αναμετρηθώ μαζί τους. Στα δεκατέσσερα μου βαστούσα ημερολόγιο μέσα στο οποίο έγραφα τις δικές μου ιστορίες, με φόβους, κραυγές, όνειρα δικά μου φορτωμένα πάνω σε φανταστικούς ήρωες. Όταν δεν έβρισκα όμορφο τον κόσμο γύρω μου, σκάρωνα έναν άλλον για να μπω μέσα του, όμως βαθύτερα στις ιστορίες, στα πρώτα μικρά μου διηγήματα, με έσπρωξε μια καθηγήτριά μου στο Λύκειο που μας δίδασκε Ιστορία. Όταν δεν είχα διαβάσει σε κάποιο διαγώνισμα, της έγραφα μια ιστορία με όσα περίπου θυμόμουν από την παράδοση και εκείνη μάλλον κάτι διέκρινε από τη φαντασία μου και τον τρόπο που έγραφα. Εκείνη με ώθησε να γράψω μέσα σε μια νύχτα και να στείλω τον “Ζητιάνο” στον διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών και μάλιστα όταν κέρδισα, πήγαμε μαζί και παρέλαβα το βραβείο. Ντρέπομαι που το λέω, όμως χρόνια σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ το επώνυμο της γυναίκας εκείνης και να την αναζητήσω, να της πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για τον δρόμο που μου άνοιξε στη ζωή, όμως η μνήμη δεν μου κάνει τη χάρη· διατηρώ μια ελπίδα πως η ζωή θα τη φέρει στο διάβα μου μια μέρα και τότε θα της εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου.
Δε μπορεί, σκέφτομαι, κάποιον αγαπημένο ήρωα λογοτεχνικών βιβλίων θα είχε στα παιδικά μαθητικά χρόνια. Η απάντηση του με εκπλήσσει. « Δεν ήταν ήρωας λογοτεχνικών βιβλίων, αλλά ήρωας από κόμικς! Νομίζω πως ακόμη ο ίδιος εξακολουθεί να είναι: Ο Ντόναλντ Ντακ ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με κάθε τραγελαφική ατυχία της ζωής, ζει έναν διαχρονικό έρωτα με ην Νταίζη αλλά παράλληλα διατηρεί και μια κρυφή ζωή, εκείνη του Φάντομ Ντακ». Μεγαλώνοντας ωστόσο, ξεχωρίζει αγαπημένες πένες, όπως ο Καββαδίας και ο Μπουκόφσκι, ο Καζαντζάκης, ο Κινγκ αλλά και «ο Γκοσινί, μέσα στον Αστερίξ του έχω συναντήσει μερικές από τις πλέον σπαρακτικές και αληθινές ατάκες που αφορούν στη ζωή και τους χαρακτήρες των ανθρώπων! »
Σε έναν πετυχημένο συγγραφέα και αγαπητό από τους αναγνώστες δεν γίνεται να μη ρωτήσεις τι είναι αυτό που συμβάλλει σε μια πετυχημένη συγγραφή. Είναι έμφυτο ταλέντο, είναι το να διαβάζεις, από νεαρή ηλικία, μια ικανή ποσότητα μυθιστορημάτων;
«Θα πρέπει να αγαπάς ισάξια με το γράψιμο και το διάβασμα, γιατί το ταλέντο δίχως γνώσεις είναι ένα αεροπλάνο χωρίς φτερά, και όμοια οι γνώσεις χωρίς ταλέντο δεν μπορούν να απογειωθούν! » Σε αυτά τα δύο που ανέφερα βάλτε επίσης την αφοσίωση, τις συνθήκες, την οικογενειακή και προσωπική παιδεία, το πείσμα, την πίστη στο όνειρο και φυσικά τη σκληρή δουλειά, σύμφωνα με τον συγγραφέα. «Χρειάζονται κάμποσες ποσότητες βιβλίων για να εκπαιδεύσεις το μυαλό, τη σκέψη, τη φαντασία και τη γραφή σου, αλλά απαιτείται και κάμποση υπομονή μέχρι να φτάσεις να αγγίξεις τον στόχο σου. Πάρα πολλοί απογοητεύονται πολύ γρήγορα γιατί έχουν στήσει μια άλλη εικόνα στο μυαλό τους για τη συγγραφή και για τον εαυτό τους, και έτσι γρήγορα τα παρατάνε. Είναι εκείνοι που το γράψιμο το αντιμετωπίζουν μονάχα ως χόμπι και έτσι, απλά θα πάνε στο επόμενο χόμπι τους. Υπάρχουν όμως ευτυχώς, μερικές εξαιρετικές πένες στη χώρα μας και το ταλέντο για κάποιες από αυτές, είναι το πολύ διάβασμα και η εντατική, η καθημερινή σκληρή δουλειά που κάνουν με το κείμενό τους ώστε να το παραδώσουν άριστο στο κοινό ».
Ενδιαφέρον αποτελεί και το γεγονός ότι είναι αυτοδημιούργητος. Τα δύο πρώτα του διηγήματα, «Σιωπή… η δυνατότερη κραυγή» (2000) και «Ένα γέλιο που έκλαιγε» (2005) έχουν εξαντληθεί. Κάπου έχω διαβάσει ότι ήταν αυτοεκδόσεις. Θέλετε να μας μιλήσετε λίγο για αυτό;
Ορθώς έχετε διαβάσει, είναι αυτοεκδόσεις και μάλιστα χωρίς επίσημο εκδότη από πίσω τους, εντελώς ερασιτεχνικές δουλειές. Πίσω στο 2000 και ακόμη νωρίτερα το 1996, τότε που και έγραψα τα κείμενα του πρώτου μου βιβλίου, δεν υπήρχε το διαδίκτυο και τα πράγματα ήταν ούτως ή άλλως κάπως πιο ερασιτεχνικά. Οι πόρτες άλλωστε, δύσκολα άνοιγαν σε ένα άγουρο ταλέντο δεκαεπτά ετών, οπότε αν ήθελες να βγάλεις ένα βιβλίο, το τύπωνες μόνος σου· αυτό έκανα κι εγώ. Δούλευα σε ένα τυπογραφείο και έτσι ήμουν καθ’ όλη τη διαδικασία παραγωγής του βιβλίου. Θυμάμαι τα λάθη μου και τα μαλώματα-συμβουλές από το αφεντικό, θυμάμαι να κάνω παζάρια στους χαρτεμπόρους για το χαρτί που ήθελα να χρησιμοποιήσω για το σώμα του βιβλίου και ήταν ακριβό, θυμάμαι που άφηνα ένα μέρος από το βδομαδιάτικό μου για τα μελάνια της μηχανής που θα τύπωναν τις σελίδες μου. Κάθε Παρασκευή μεσημέρι τυπώναμε μερικές δεκάδες όλες κι όλες από το πρώτο μου βιβλίο, το “Σιωπή… η δυνατότερη κραυγή”. Κάθε φορά για το εξώφυλλο χρησιμοποιούσαμε ότι χαρτί μας είχε απομείνει από άλλες δουλειές, κι έτσι η “Σιωπή…” ίσως να έχει και δέκα διαφορετικά χρώματα στο εξώφυλλό της γιατί δουλεύαμε με ότι είχαμε. Αντίστοιχα έγινε η διαδικασία και με το “Ένα γέλιο… που έκλαιγε” μόνο που τότε ήταν ψηφιακά πλέον τα πράγματα και τυπώθηκαν όλα μαζί τα βιβλία έχοντας το ίδιο εξώφυλλο. Η χαρά μου ήταν πως αυτό το εξώφυλλο ήταν πολύχρωμο, με χαρτί βέλβετ και όλο το χάιδευα, το καμάρωνα. Σκεφτείτε πως εκείνα τα δύο πρώτα μου βιβλία δεν έχουν “αυτιά” με τη φωτογραφία μου ή κάποια στοιχεία από εμένα, ακριβώς επειδή εκείνα τα βιβλία ήμουν εγώ. Τα μόνταρα, τα έγραψα σε γραφομηχανή και ύστερα σε υπολογιστή, τα τύπωσα, και ως πλανόδιος ύστερα τα έδωσα στο κοινό, βγάζοντας ένα χαρτόκουτο στο Μοναστηράκι κάθε Σάββατο πρωί. Περαστικός με τον περαστικό, και σε βάθος χρόνου φυσικά, κατάφερα κάποια στιγμή να έχω ξεπεράσει τα δυο χιλιάδες αντίτυπα για το καθένα. Σήμερα, το κέρδος από αυτά τα βιβλία, αλλά και από κάθε βιβλίο μου, είναι οι φίλοι που απέκτησα κατά τη διαδικασία.
Ας κάνουμε ένα ταξίδι στο χρόνο, κάπου στο 2010, και ας επιβιβαστούμε στο πρώτο βαγόνι αυτό του «Να μην ξεχάσω να ξυπνήσω». Συναντάμε τον μικρόκοσμο των ανδρών, με μια απρόσμενη ειλικρίνεια ίσως και καυστική, όπου ξεδιπλώνονται οι θεωρίες 5 φίλων. “Θέλει δύναμη η αγάπη, σθένος ο έρωτας, αδιαφορία ο εγωισμός. Είναι παιδί η αγάπη κι είναι κορίτσι! Είναι παιδί ο έρωτας κι είναι αγόρι! Είναι βαρύς ενήλικας και κουρασμένος, κακός γέρος ο εγωισμός!” Με αφορμή αυτό το απόσπασμα, μήπως αυτός ο ορισμός ότι η αγάπη είναι γένους θηλυκού και ο έρωτας γένους αρσενικού είναι που καθιστά δύσκολες τις σχέσεις στα δύο φύλα; Μου εξηγεί:
«Ανεξάρτητα του φύλου, δύσκολες γίνονται οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, όταν δεν έχουν αποβάλλει τους εγωισμούς, τον εγωκεντρισμό και την εγωπάθειά τους. Όταν δεν κατανοούμε τις πράξεις του απέναντι γιατί αυτές δεν συμμορφώνονται με τα δικά μας καθεστώτα, βγάζουμε δόντια και μας είναι ευκολότερο να γαβγίσουμε και να δαγκώσουμε παρά να χαμογελάσουμε, να το συζητήσουμε και να το λύσουμε. Αν πάρουμε μια βαθιά ανάσα, θα δούμε πως τις περισσότερες φορές δεν φταίει ο άλλος· συνήθως φταίμε εμείς οι ίδιοι για όσα παθαίνουμε, για όσα βιώνουμε, ακόμα και τον τρόπο που οι γύρω μας αντιμετωπίζουν! Εμείς τους έχουμε δώσει τα γυαλιά για να βλέπουν όπως μας βλέπουν και να μας συμπεριφέρονται έτσι, ποιος όμως κάθεται να το αναλογιστεί και δη, να το αλλάξει αυτό. Όπως και να έχει πάντως, η ίδια η ζωή κατέχει μια σοφία, γνωρίζει πως αυτό που κάνει υπέροχες τι σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, είναι ακριβώς οι διαφορές τους, το ταπεραμέντο, και η ποικιλία τους. Να θυμάστε κάτι: Τη μέρα που τα δυο φύλα θα έχουν συνταιριάζει απόλυτα, θα είναι και η μέρα που το πάθος θα κηδεύεται».
Μεταφερόμαστε στο 2012 με το «Γυναίκα η κόλαση… Γυναίκα κι ο παράδεισος». Αν δεν διάβαζα στο εξώφυλλο ότι είναι αυτός ο συγγραφέας, θα ισχυριζόμουν ότι το έχει γράψει γυναίκα. Μέσα από δέκα ιστορίες προσεγγίζει με μεγάλη ακρίβεια το πολυδιάστατο θέμα Γυναίκα. Ποια ανάγκη τον έκανε να επιλέξει την συγκεκριμένη θεματολογία;
Η Γυναίκα ασκεί εξαιρετική επιρροή στη ζωή μου και προσδιορίζει τόσο την καλλιτεχνική μου φύση όσο και την ίδια μου την ύπαρξη. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου γράφω για τις γυναίκες! Προσπαθώ να βουτήξω μέσα στην ψυχοσύνθεση τους, αναλύω συμπεριφορές, αντιδράσεις, στάσεις, σκέψεις, συναισθήματα, πράξεις, και δεν παύω εντυπωσιάζομαι από τις δυνάμεις τους. Τις βρίσκω υπέροχες και πολυδιάστατες! Είναι μάνες, αδελφές, κόρες, σύζυγοι, ερωμένες και θεές! Πώς να μην τις αποθεώνω; Μαχήτριες και λύκαινες τη μια μέρα, ενώ την επομένη μπορούν να μεταμορφωθούν σε έναν τρυφερό μίσχο που θα σε πλημμυρίσει ομορφιά και χάρη. Είναι κατά πολύ εξυπνότερες και ικανότερες των ανδρών σε πολλά επίπεδα, οπότε και δέκα τόμους βιβλίων να γράψω για τη Γυναίκα, πάλι κάτι θα μείνει εκτός ύλης, δεν είναι εφικτό στον χρόνο μιας ζωής να κατανοήσεις απόλυτα το μέγεθος και τη λαμπρότητα του γυναικείου σύμπαντος.
Συνεχίζουμε στο 2015 με «Τ’ αηδονιού το δάκρυ». Μια πραγματική ιστορία-θρύλος στα Χανιά που προβάλλει και θυμίζει τα ιδανικά που ίσως έχουμε ξεχάσει. «Η ζωή ποτέ δε ζήτησε πολλά. Μια αγάπη, δυο φίλους, ένα όνειρο της αρκεί» . Επιτρέψτε μου να πω πως το βιβλίο αυτό αποτελεί έναν ΄΄τηλεβόα΄΄ που δικαίως βροντοφωνάζει τις πραγματικές αξίες της ζωής κόντρα στις εφήμερες αξίες. Τελικά από τι παρασυρόμαστε και ξεφεύγουμε από τους αληθινούς και υγιείς στόχους μας;
«Μα από τους εγωισμούς μας! Έχουμε σπαταλήσει τόση πολλή ενέργεια και ζωή στο κυνηγητό μιας επιτυχίας ή ενός πείσματος, που λησμονούμε πως ζούμε μονάχα εβδομήντα-ογδόντα χρόνια. Δεν μαθαίνουμε… ποτέ δε θα μάθουμε· είναι η ανθρώπινη φύση τέτοια. Σπαταλάμε καθημερινά χρόνο προσπαθώντας να αποδείξουμε πως είμαστε πολύ περισσότερα πράγματα από αυτό που πράγματι είμαστε. Και όσο όμορφο είναι να θέλουμε να έχουμε καλύτερες ζωές, τόσο θλιβερό είναι να τις επιθυμούμε πιο πλούσιες, πιο πετυχημένες, πιο φανταχτερές. Εντέλει τι πετυχαίνουμε; Απομακρυνόμαστε ο ένας από τον άλλον αντί να ερχόμαστε κοντά, σηκώνουμε τείχη αντί να χτίζουμε γέφυρες, πολεμάμε ο ένας τον άλλον για την επικυριαρχία μια θνητότητας και μιας ματαιοδοξίας. Μου δίνει μεγάλη χαρά που το “Αηδόνι” κατάφερε μέσα από τις σελίδες του να μεταδώσει το πραγματικό μήνυμα της ζωής: Την αγάπη! Είναι ένα βιβλίο ολοζώντανο και με κάνει εξαιρετικά υπερήφανο να το βλέπω να συνεχίζει να ταξιδεύει σε αναγνώστες, σε σκέψεις και καρδιές, ενώνοντας τον κόσμο με τα νοήματά του».
Αποβιβαζόμαστε στον τελευταίο σας σταθμό «Ένα δράμι δύναμης» είναι μια ιστορία που διαβάζοντας τη πραγματικά αντλείς δύναμη βλέποντας ένα ορφανό παιδί που προσπαθεί να ξεμπλέξει από τα δίχτυα του υποκόσμου. Εσείς από πού αντλείται δύναμη;
«Η ιστορία εκείνου του παιδιού είναι η ιστορία όλων των χαμένων παιδιών του κόσμου μας. Εκείνος ο άνθρωπος μπορεί να επιβίωσε, όμως δυστυχώς μέσα στον σκληρό κόσμο του trafficking που αποτυπώνεται στη σελίδες του βιβλίου, βλέπουμε πάρα πολλές ψυχές χαμένες που βρέθηκαν μπλεγμένες απλά και μόνο επειδή αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή, επειδή έψαχναν μια ελπίδα, μια στερνή χαραυγή και όχι το συνεχόμενο σκοτάδι του πόνου και της βίας. Θέλω διαβάζοντας κάποιος το “Δράμι” να κοιτάξει πραγματικά μέσα του και στη ζωή του, να ζυγίσει το βάρος και το βάθος από τα δικά του βάσανα που φορές μπορεί να τον καταπλακώνουν, να τα συγκρίνει με τον αληθινά σκληρό πόνο που κουβαλάνε όλοι όσοι είναι μπλεγμένοι μέσα στα δίχτυα της εμπορίας ανθρώπων και να πιστέψει πως κάθε πρόβλημα ξεπερνιέται· να πιστέψει πως ποτέ δεν είναι αργά για να αλλάξεις τη ζωή σου, για να πάρεις το μονοπάτι προς τη χαρά, την ευτυχία και το χαμόγελο. Προσωπικά, εδώ και χρόνια έχω παλέψει με τους δαίμονές μου· ίσως ακόμη να μην τους έχω κατατροπώσει, έχω όμως κερδίσει μάχες, έχω καταφέρει να τους περιορίσω και να τους καθίσω σε ένα τραπέζι όπου εκεί τα λέμε πότε πότε. Συνεχίζω να βαστάω τη βαθιά μου πίστη στο φως της ζωής και όχι στα σκοτάδια, και κάθε φορά που κάποιος μου λέει πως μέσα από ένα βιβλίο μου βούτηξε σε μια άλλη πραγματικότητα, μπήκε σε σκέψεις, βίωσε το ταξίδι και βγήκε πλουσιότερος συναισθηματικά, εγώ νιώθω να εισπράττω μια ευλογία· από την ίδια ενέργεια αντλώ και τη δύναμη να συνεχίσω».
Τα βιβλία του Γιώργου Τζιτζικάκη πρέπει να τα μελετήσεις.
Αν “δεν σκανάρεις” κάθε φράση “έχεις χάσει το νόημα”. Προσφέρουν ενδοσκόπηση και αλλαγή πλεύσης .
Αναζητήστε τα!
Υ.Γ. Με το «Ένα δράμι δύναμης» ταξιδεύει παντού. Βρείτε την ημερομηνία και τον τόπο παρουσίασης στο φωτογραφικό υλικό.
Κατερίνα Γεωργιάδου