Ανάπηρες Τύψεις

0
1398

Την περασμένη, γεμάτη δυσάρεστες παραστάσεις, Παρασκευή, αφού ανέβασα το κείμενο, έφυγα από το γραφείο αργά το βράδυ. Στην Τσιμισκή, μεταξύ Βενιζέλου και Αριστοτέλους, τα καταστήματα είχαν κλείσει, η κίνηση ελάχιστη και τα φώτα λιγοστά.


Στο σημείο εκείνο βλέπω ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Το αγόρι είχε στρέψει το πρόσωπό του στ’ αριστερά, ώστε να φωτίζεται μόνο το δεξιό τμήμα του προσώπου του και να μην βλέπει η κοπέλα το αριστερό. Η αθέατη πλευρά του προσώπου του ήταν παραμορφωμένη. Έλειπε η μισή μύτη και όλο το δέρμα ήταν καμένο. Είχε απλώσει το δεξί χέρι στην κοπέλα και της έλεγε: «Άγγιξε το χέρι μου και θα καταλάβεις». Η κοπέλα δίσταζε. 

Διαφήμιση


Δεν στάθηκα να δω τι συνέβη. Σε τέτοιες περιπτώσεις η παρατήρηση επηρεάζει το αποτέλεσμα, όπως στη γάτα του Σρέντινγκερ. Άφησα την κατάσταση να εξελιχθεί ομαλά, παρόλη την φιλοπερίεργη διάθεσή μου, ευχόμενος, όμως, το κορίτσι να τολμήσει το άγγιγμα.


Και ξανάρθαν οι τύψεις, που εδώ και τριάντα πέντε χρόνια νιώθω.


Φθινόπωρο του 1981, πέντε ασκούμενοι είχαμε δώσει εξετάσεις για την δικηγορική άδεια. Έτσι γνωρίστηκα με την Βασιλική. Η Βασιλική είχε πανέμορφο πρόσωπο, λαμπερά γκριζογάλανα μάτια και μακριές, φυσικές, βλεφαρίδες. Αρμονικά, ευγενικά χαρακτηριστικά, πλαισιωμένα από ξανθό, σγουρό μετάξι. Τα μάτια ακτινοβολούσαν εξυπνάδα και φιλοπαίγμονα διάθεση, που προέρχονταν από λεπτό, πηγαίο και καλλιεργημένο –ταυτόχρονα- χιούμορ.


Ερωτεύσιμο πλάσμα, θα σκεφτεί κανείς. Όμως…


Η Βασούλα ήταν εκ γενετής ανάπηρη. Κάτω άκρα μικρά, λειψά, αδύναμα να υποστηρίξουν το υπόλοιπο σώμα και το εξαίσιο πρόσωπό της. Γίναμε φίλοι και η συναναστροφή μαζί της ήταν χαρά κι απόλαυση. Η Βασιλική δεν έβγαζε πίκρα, έδειχνε ευγενικά την απαρέσκειά της στην ειδική μεταχείριση. Είχε μάθει κι εξασκηθεί αποτελεσματικά να τα καταφέρνει μόνη της.


Είχαμε πάει στα εγκαίνια του συμβολαιογραφείου της με τον Αντώνη, έναν συνεξετασθέντα συνάδελφο. Γνωρίσαμε τους γονείς της, μας ευχήθηκαν καλές δουλειές και καλή τύχη.


Αντευχηθήκαμε για καλές δουλειές κι άλλα, αλλά εκείνο το «καλή τύχη» έκανε να ξεκινήσει απ’ τα πνευμόνια και ν’ ανεβεί στον λάρυγγα και σταμάτησε. Η επιγλωττίδα, οι φωνητικές χορδές και η γλώσσα δεν έκαναν την παραμικρή σύσπαση προετοιμασίας, για να βγει η ευχή από το «έρκος οδόντων». Το λογικό μέρος του εγκεφάλου απέκλεισε κάθε πρωτοβουλία και λειτουργία του θυμικού κι ακόμη θυμάμαι το οδυνηρό σφίξιμο στους κροτάφους και στο λακκάκι του λαιμού, λες και τα εξουσίαζε μια αόρατη μέγγενη. 


Κι ένιωσα ερείπιο. Φεύγοντας, η αμηχανία παρέμενε. Ο Αντώνης άνοιξε πρώτος την κουβέντα: «Πώς να ευχηθείς καλή τύχη; Θα νομίσουν ότι τους δουλεύουμε». Κι όμως, στο πρόσωπο των γονιών της Βασούλας ήταν εμφανής η προσδοκία. Στης Βασούλας όχι, ήξερε πόσο μοναχικός κι αφιλότιμα κακοκτράχαλος είναι ο δρόμος της. Κι ο Αντώνης συνέχισε: «Σκέψου πώς νιώθουν οι γονείς, που θέλουν να δουν το παιδί τους να παντρεύεται και να κάνει παιδιά». 
Σκέφτομαι από τότε, μήπως, αν η ευχή έβγαινε από καρδίας και με προστακτικό τρόπο, έπιανε τόπο. Σήμερα, σίγουρα, δεν θα δίσταζα καθόλου.


Γι’ αυτό, βλέποντας τα δυο παιδιά στην Τσιμισκή, ευχήθηκα μέσα μου να τολμήσει το κορίτσι ν’ αγγίξει το απλωμένο χέρι, που προσφερόταν -δεν εκλιπαρούσε- για επαφή.


Αυτές, οι επιστρέφουσες τύψεις, με κάνουν να νιώθω τη δική μου (μας) συναισθηματική αναπηρία. Μιλάμε για τα δικαιώματα των αναπήρων, για πρόσβαση στους δημόσιους χώρους, στην εργασία κ.λπ. Και ξεχνάμε το βασικότερο: Το δικαίωμά τους στην συναισθηματική, ερωτική ολοκλήρωση. Δεν έχουμε εκπαιδευτεί καθόλου σ’ αυτό. Βοηθά, βέβαια, ο σωματικός αποκλεισμός των αναπήρων από τις υπόλοιπες κοινωνικές διεργασίες. 


Δεν έχουμε εξοικειωθεί με την αναπηρία. Μας κάνει να νιώθουμε δυσάρεστα. Λες και είναι μια κατάσταση που δεν μας αφορά, ενώ η απόσταση της υγείας από την ανημπόρια είναι ένας λεπτός υμένας τυχαιότητας, πολύ εύθραυστος. 
Κι όσο κι αν οι, ατομικά και οικογενειακά, «υγιείς» θεωρητικολογούμε για την αναπηρία, ας αναλογιστούμε: Θα επιλέγαμε για ερωτικό σύντροφό μας και μόνιμη σχέση έναν άνθρωπο με αναπηρία; Κι ακόμη παραπέρα: Θα αποδεχόμασταν μια τέτοια επιλογή του υγιούς παιδιού μας;


Η Βασούλα δεν ζει πια. Πέθανε πρόωρα. Την θυμάμαι γεμάτη ζωντάνια, δραστήρια, άψογη στη δουλειά της, άνετη στις συναναστροφές της, άνετα μας έκανε να νιώθουμε μαζί της. Μόνο που ποτέ δεν τόλμησα να της μιλήσω για τις ενοχές μου, για εκείνο το «καλή τύχη» που δεν ειπώθηκε κι η μέγγενη στο μυαλό και στο λαιμό παραμένει και με κάνει να νιώθω ασυγχώρητα, ανεπανόρθωτα λειψός.

Θανάσης Αλμπάντης

Διαφήμιση