Ήταν παραμονές Χριστουγέννων και η μικρή Άννα καθόταν σκυθρωπή κάτω από το στολισμένο έλατο του όμορφου διώροφου σπιτιού της. Όταν η μητέρα της την ρώτησε τον λόγο που είναι συνοφρυωμένη και δεν μιλάει σε κανέναν, εκείνη απάντησε πως ο πατέρας της αρνήθηκε να της αγοράσει και την δεύτερη κούκλα που ήθελε από το κατάστημα παιχνιδιών. Η μητέρα της εξήγησε πως η μια κούκλα ήταν αρκετή για δώρο Χριστουγέννων από τον πατέρα της. Τότε εκείνη μη βρίσκοντας σύμμαχο ούτε στο πρόσωπο της μητέρας της, αποφάσισε να κλειστεί στο δωμάτιο της.
Η μικρή Άννα μπήκε με φόρα στο δωμάτιο της, πετώντας με δύναμη την καινούρια της κούκλα στο παράθυρο. Την κοίταξε με περιφρόνηση, πλησιάζοντας το παράθυρο. Έπειτα, κοίταξε το χιόνι που εδώ και τρεις μέρες στόλιζε ακατάπαυστα τους δρόμους της μικρής της πόλης.
«Θα ήταν ωραία ιδέα να βγω μια βόλτα και να καθυστερήσω να έρθω. Έτσι ο μπαμπάς θα ανησυχήσει και θα μου πάρει την κούκλα που θέλω από την χαρά του, όταν επιστρέψω σπίτι.»
Έτσι, η Άννα βγήκε αθόρυβα από την πόρτα του σπιτιού της. Καθώς οι γονείς της βρίσκονταν στον επάνω όροφο του σπιτιού, δεν την αντιλήφθηκαν. H μικρή γνώριζε τους δρόμους της γειτονιάς της, οπότε ήταν σίγουρη για την ασφάλεια της. Έκανε βόλτα στα παιχνιδάδικα και κοίταξε από το τζάμι της βιτρίνας την κούκλα που δεν της αγόρασε ο μπαμπάς της. Ήταν ξανθιά με γαλάζια μάτια και μια λευκή στολή μπαλαρίνας με ροζ πουέντ.
«Θα σε βοηθήσω να βγεις από την βιτρίνα, όταν θα σε αγοράσω», σκέφτηκε.
Η ώρα όμως πέρασε και η πόλη σκοτείνιασε. Το χιόνι δυνάμωνε και πυκνή ομίχλη σκέπασε τους δρόμους.
«Είναι ώρα να γυρίσω», συλλογίστηκε.
Πήρε τον δρόμο της επιστροφής, όμως μπερδεμένη από την ομίχλη, η μικρή Άννα έστριψε σε λάθος στενό και βρέθηκε σε μια φτωχογειτονιά, αρκετά διαφορετική από την δική της. Φοβισμένη, πλησίασε ένα από τα παγκάκια να κάτσει να σκεφτεί τι πρέπει να κάνει για να γυρίσει σπίτι. Στο παγκάκι καθόταν κουλουριασμένο ένα κοριτσάκι, που η Άννα μέσα στον πανικό της δεν είχε προσέξει.
-Πώς σε λένε, ρώτησα η Άννα. -Δεν έχει σημασία, απάντησε το κορίτσι. Μπορείς να με φωνάζεις όπως εσύ θέλεις!
-Γιατί είσαι μόνη σου; -Δεν είμαι μόνη μου! Έχω ολόκληρη πόλη που όταν νυχτώνει είναι δικιά μου. Επιπλέον, τα σκυλάκια του δρόμου είναι φύλακες μου.
-Κατάλαβα, απάντησε η Άννα.
-Εσύ τι κάνεις εδώ, ρώτησε το κοριτσάκι.
-Χάθηκα στην προσπάθεια μου να κάνω τον μπαμπά μου να μου πάρει την κούκλα-μπαλαρίνα της βιτρίνας. Είναι ωραία τα Χριστούγεννα και τα δώρα, είπε η η Άννα.
-Και οι κούκλες, ψιθύρισε η μικρή.
-Όχι όμως, όταν δεν έχεις τα δώρα που θέλεις, βιάστηκε να προσθέσει η Άννα.
-Ναι και εγώ πάντα ήθελα να μου φέρει σαν δώρο ο Αι Βασίλης μια οικογένεια. Και δεν το έκανε ποτέ!
Η μικρή Άννα ακούγοντας τα λόγια αυτά κατάλαβε.
-Σου αρέσει το μπαλέτο, ρώτησε την Άννα.
-Ναι πολύ, απάντησε κοριτσάκι.
-Και εμένα! Παρόλα αυτά, συνέχισε το κοριτσάκι, αν δεν έχεις παιχνίδια μπορώ να σου δώσω την δική μου κούκλα-μπαλαρίνα. Την έφτιαξα μόνη μου από πλαστελίνη. Δεν μοιάζει πολύ με μπαλαρίνα , αλλά με τη δική μου φαντασία είναι! Έχω δύο, αλλά ποτέ δεν είχα παρέα να παίξει με την άλλη.
Η μικρή Άννα ένιωσε άσχημα για την μικρή της φίλη. Πώς να της έλεγε πως όχι μόνο έχει παιχνίδια, αλλά και πολλές κούκλες. Απλά εκείνη ήθελε και άλλη.
-Θα παίξω εγώ μαζί σου είπε και πήρε την κούκλα με τη ροζ πλαστελίνη.
Τα δύο κορίτσια έπαιζαν με τις ώρες στο χιονισμένο παγκάκι, χορεύοντας στο χιόνι. Η Άννα συνειδητοποίησε πόσο χαρούμενη την έκανε η πλαστελένια κούκλα και πόσο πολύτιμη είχε γίνει στα μάτια της, έπειτα από το παιχνίδι της με την καινούρια της φίλη. Πρώτη φορά έπαιζε με άλλο παιδί. Ξαφνικά, είδαν έναν λαχανιασμένο άντρα να πλησιάζει, φωνάζοντας το όνομα Άννα. Ήταν ο πατέρας της Άννας, που όπως ο ίδιος είπε , έφαγε όλη τη γειτονιά για να τη βρει.
-Γιατί μας το έκανες αυτό, χρυσό μου, τη ρώτησε.
-Συγγνώμη μπαμπά, απάντησε δακρυσμένη η Άννα που κατάλαβε το λάθος της.
– Αμέσως σύστησε στον πατέρα της την καινούριας φίλη και του ζήτησε να τη φιλοξενήσουν σπίτι τους.
Έτσι και έγινε. Εκείνο το βράδυ φάγανε το χριστουγεννιάτικο δείπνο όλοι μαζί, με την μητέρα της Άννας να κλαίει από την χαρά της που βρέθηκε τελικά η κόρη της. Αφού έφαγαν, η μικρή Άννα πήρε την φίλη της στο δωμάτιο της και λίγο πριν πάνε για ύπνο, της εκμυστηρεύτηκε το δώρο που τελικά ήθελε να της φέρει ο Αϊ Βασίλης.
Το επόμενο πρωί κάτω από το δέντρο η Άννα βρήκε το δώρο του Αϊ Βασίλη. Ήταν η κούκλα που αγάπησε. Όχι όμως, αυτή της βιτρίνας αλλά η πλαστελένια ροζ κούκλα της καινούριας της φίλης. Πήγε στο δωμάτιο για να δείξει στη φίλη της ότι απέκτησε μια κούκλα ίδια με τη δική της, αλλά η μικρή είχε εξαφανιστεί .
Οι φωνές της μητέρας της, την αποσυντόνισαν και η Άννα βρέθηκε ξαφνικά στο κρεβάτι της κάτω από τα σκεπάσματα της. Η μητέρας της, της είπε πώς αποκοιμήθηκε χθες νευριασμένη, χωρίς να τους καληνυχτίσει. Τότε η μικρή Άννα τη ρώτησε που πήγε η φίλη της. Η μητέρα, της απάντησε πως δεν καταλάβαινε για ποια φίλη, της μιλούσε!
Έτσι λοιπόν, η Άννα σηκώθηκε από το κρεβάτι της και με αγωνία πήγε στο παγκάκι που είχαν γνωριστεί, σκεφτόμενη πόσο κακομαθημένη υπήρξε χθες βράδυ, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στην συνέχεια, απογοητευμένη, περπάτησε μέχρι το κατάστημα παιχνιδιών, όπου κάποτε βρισκόταν η αγαπημένη της κούκλα με τη λεύκη στολή. Δεν υπήρχε όμως στη βιτρίνα και η Άννα σκέφτηκε πως πιθανόν κάποιος την αγόρασε.
Επιστρέφοντας στο σπίτι βρήκε πάνω στο κρεβάτι ,που χθες νόμισε πως κοιμήθηκε το φτωχό κορίτσι ,την κούκλα της βιτρίνας. Όμως αντί να φοράει τη λευκή της στολή με τις ροζ πουέντ, φορούσε ένα παλιό φορεματάκι με τρύπες ίδιο με εκείνο της καινούριας της φίλης.
Η Άννα την πήρε αγκαλιά και της είπε ψιθυριστά: «Το ήξερα πώς θα επέστρεφες σπίτι!»
Κέλλυ Βλαστού