Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος ο Άι Βασίλης και τα ξωτικά του έχουν μπει για τα καλά στο κλίμα των γιορτών από νωρίς. Έχουν αρχίσει ήδη τις ετοιμασίες για να παραλάβουν τα γράμματα των παιδιών και να είναι έτοιμοι πριν την Πρωτοχρονιά.
«Το πιο σημαντικό» είπε ο Άγιος Βασίλης « είναι να μην ξεχάσουμε κανένα παιδάκι. Πρέπει να έχετε το νου σας, ξωτικά μου, να διαβάσετε προσεκτικά όλα τα γράμματα και να μου μεταφέρετε τις επιθυμίες των παιδιών για να τις πραγματοποιήσουμε». Τα ξωτικά κούνησαν τα μικρά, χαριτωμένα κεφαλάκια τους συμφωνώντας απόλυτα με τον αγαπημένο τους Άγιο.
Ο Άγιος Βασίλης αποχώρησε και πήγε να ξεκουραστεί στην κάμαρά του. Είχε αρχίσει να νιώθει κάπως χάλια και τον είχε πιάσει κι ένας βήχας… απαπα. Μόλις έβηχε τα ξωτικά του τρόμαζαν και πετάγονταν στον αέρα. Μετά συνειδητοποιούσαν ότι ήταν απλά ένας βήχας και συνέχιζαν τις δουλειές τους. Η γυναίκα του Άγιου Βασίλη κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και προσπαθούσε να τον πείσει να φωνάξουν τον γιατρό. Αλλά ο Άι Βασίλης ήταν λίγο ξεροκέφαλος και δεν ήθελε. Κατά βάθος τα ξωτικά πίστευαν ότι φοβόταν τον γιατρό και κρυφογελούσαν. Μα ποιος να το πιστέψει ολόκληρος Άγιος Βασίλης και να φοβάται έναν γιατρό…
Την επόμενη μέρα δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Η γυναίκα του, του έφτιαξε ένα ζεστό χαμομήλι και τον άφησε να συνεχίσει τον ύπνο του.
Για μεσημέρι του σέρβιρε μια ζεστή σούπα και είχε μια ελπίδα ότι θα ένιωθε καλύτερα. Τα ξωτικά τριγύριζαν παντού χωρίς να κάνουν κάτι. Ένιωθαν μια ανησυχία και αναρωτιόντουσταν μήπως ο Άι Βασίλης δεν καταφέρει να είναι καλά για να κάνουν τη δουλειά τους.
Είχαν συνηθίσει αυτά να δουλεύουν και εκείνος να περνάει από πάγκο σε πάγκο και να ελέγχει τα πάντα. Όμως τώρα αυτό δεν συνέβαινε. Και είχαν αρχίσει να φτάνουν τα γράμματα από τα παιδιά όλου του κόσμου. Πωπω μια αγωνία που ένιωθαν τα δόλια τα ξωτικά. Δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά κάτι ανάλογο και δεν ήξεραν τι να κάνουν.
Ο βήχας του Άγιου Βασίλη χειροτέρευε οπότε η γυναίκα του δεν έχασε άλλο χρόνο. Πήρε τηλέφωνο τον γιατρό και του ζήτησε να έρθει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Έστειλε δύο ξωτικά για να είναι σίγουρη ότι δεν θα χαθεί και πράγματι σε μισή ώρα ήρθαν όλοι μαζί. Ο γιατρός όση ώρα εξέταζε τον Άγιο Βασίλη κουνούσε το κεφάλι του. «Πώς είναι γιατρέ μου;» ρώτησε η γυναίκα του. « Θα πρέπει να μείνει στο κρεβάτι αρκετές μέρες, γιατί έχει φαρυγγίτιδα. Χρειάζεται ξεκούραση.» απάντησε ο γιατρός.
Τα ξωτικά τρελάθηκαν. Τι θα συμβεί αν ο Άι Βασίλης μείνει στο κρεβάτι και δεν μπορέσει να μοιράσει τα δώρα; Πότε θα προλάβουν να τα έχουν όλα έτοιμα χωρίς την επίβλεψή του;
Ένας πανικός έπιασε τα ξωτικά και μεταδόθηκε σε όλο το εργαστήρι των παιχνιδιών. Ο Άγιος Βασίλης κατάλαβε ότι θα ήταν δύσκολο να καταφέρουν μόνα τους τα ξωτικά να φέρουν εις πέρας το έργο τους και σκεφτόταν ποια λύση θα ήταν ιδανική. Το συζήτησε πολλή ώρα με την γυναίκα του και τελικά κατέληξαν ότι θα χρειαστούν βοήθεια.
Η γυναίκα του Άι Βασίλη μάζεψε όλα τα ξωτικά στην κεντρική αίθουσα του εργαστηρίου για να τους ανακοινώσει τι θα γίνει. «Αγαπημένα ξωτικά! Το καταλαβαίνω ότι σας έχει πιάσει άγχος με το πρόβλημα του Άγιου Βασίλη, όμως πιστεύω ότι βρήκαμε τη λύση. Ο γιατρός πρότεινε να μείνει ο άντρας μου στο κρεβάτι αρκετές μέρες για να γίνει τελείως καλά, γιατί αλλιώς θα χάσει την Πρωτοχρονιά και δεν θα προλάβει να μοιράσει τα δώρα των παιδιών. Κάτι τέτοιο, όπως καταλαβαίνετε, θα ήταν καταστροφικό για όλους και απογοητευτικό για τα παιδάκια. Ο Άγιος Βασίλης λοιπόν σκέφτηκε να σας βοηθήσουν τα παιδιά!»
Σιωπή στην αίθουσα! Τα ξωτικά κοιτούσαν το ένα το άλλο. Ένα μικρό ξωτικό έξηνε το αυτί του γιατί ήταν σίγουρο ότι δεν είχε ακούσει καλά. Τελικά πήρε την πρωτοβουλία ένα γέρικο ξωτικό και απευθύνθηκε στην γυναίκα του Άγιου Βασίλη « Μα πώς θα μπορέσουν να μας βοηθήσουν τα παιδιά; Γι ‘αυτά γίνεται όλο αυτό και δεν καταλαβαίνουμε με ποιον τρόπο θα γίνει.»
«Γλυκέ μου γεράκο είναι πολύ απλό. Θα ζητήσουμε τη βοήθειά τους και είμαι σίγουρη ότι κάποια παιδιά θα ανταποκριθούν. Άλλωστε θα είναι κι ένα μάθημα ζωής γι’ αυτά να βοηθήσουν κάποιον που έχει ανάγκη». Τα ξωτικά ακόμη ήταν απορημένα. Γι’ αυτό η γυναίκα του Άι Βασίλη τους τα εξήγησε όλα με λεπτομέρειες και τα βοήθησε να οργανώσουν το σχέδιό τους…
Μετά από κάποιες μέρες…
Σ’ ένα μικρό χωριό κάπου πολύ μακριά από τον Βόρειο Πόλο είχε πέσει η νύχτα και όλοι κοιμόντουσαν βαθιά. Ή μάλλον όχι όλοι… Τέσσερα ξωτικά είχαν μόλις φτάσει και προσπαθούσαν να τρυπώσουν στο τζάκι του πρώτου σπιτιού που βρισκόταν μπροστά τους. Ευτυχώς ήταν εύκολο γι ‘ αυτά λόγω μεγέθους. Μόλις μπήκαν όλα έψαξαν να βρουν το δωμάτιο των παιδιών. Ήξεραν ότι εδώ υπήρχαν δύο κοριτσάκια, η Δανάη και η Μυρτώ, που αγαπούσαν πολύ τον Άγιο Βασίλη και είχαν ήδη στείλει τα γράμματά τους. Δεν ήταν δύσκολο να βρουν την πόρτα που οδηγούσε στα κορίτσια. Την έσπρωξαν απαλά και είδαν τα δύο αδερφάκια να κοιμούνται αγκαλιά.
«Ωχ τώρα πρέπει να τα ξυπνήσουμε! Τα λυπάμαι κοιμούνται τόσο χαριτωμένα!» ψιθύρισε το ένα ξωτικό.
«Εννοείται ότι θα τα ξυπνήσουμε, χρειαζόμαστε βοήθεια το ξέχασες; Θα τα χαϊδέψουμε τρυφερά κι έτσι δεν θα τρομάξουν.» είπε ένα άλλο.
Το πιο τολμηρό από τα τέσσερα πήδηξε πάνω στο κρεβάτι και αμέσως άρχισε να μιλάει στα κορίτσια «Έι κορίτσια μου ξυπνήστε γιατί σας χρειαζόμαστε, είμαστε τα ξωτικά του Άι Βασίλη! Άντε υπναρούδες σηκωθείτε έχουμε πολλή δουλειά!»
Τα δυο κορίτσια άνοιξαν τα μάτια τους και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι γίνεται. Η μεγάλη, η Δανάη, σηκώθηκε τόσο απότομα που το ξωτικό βρέθηκε στο πάτωμα πριν το καταλάβει! Έτριβαν και οι δύο τα μάτια τους, καθώς τους ήταν δύσκολο να πιστέψουν αυτό που βλέπουν. Τα τέσσερα ξωτικά στέκονταν μπροστά από το κρεβάτι, το ένα δίπλα στο άλλο, με διάπλατα ανοιχτά τα μάτια τους και περίμεναν την αντίδραση των παιδιών.
Τελικά πρώτη μίλησε η Μυρτώ «Γεια! Ποιοι είστε εσείς; »
«Είμαστε τα ξωτικά του Άγιου Βασίλη και θέλουμε τη βοήθειά σας» είπαν μ’ ένα στόμα τα ξωτικά.
Έκατσαν λοιπόν όλοι μαζί στο χαλί του δωματίου και τα ξωτικά εξήγησαν το πρόβλημα που υπήρχε και πως θα μπορούσαν τα παιδιά να βοηθήσουν. Τα δυο κορίτσια ήταν ενθουσιασμένα που τους δινόταν η ευκαιρία να κάνουν κάτι κι αυτές για τον Άγιο Βασίλη.
«Θα το πω σε όσα περισσότερα παιδιά ξέρω και το ίδιο θα κάνει και η Μυρτώ. Είμαι σίγουρη ότι όλοι θα θέλουν να βοηθήσουν. Θα είμαστε έτοιμοι για την Πρωτοχρονιά και κανένα παιδάκι δεν θα μείνει χωρίς δώρο!» είπε η Δανάη στα ξωτικά κι αυτά χαμογέλασαν ανακουφισμένα. Ήταν τελικά πολύ καλή η ιδέα του Άι Βασίλη να μιλήσουν στα παιδιά.
Τα ξωτικά έφυγαν για να ανακοινώσουν τα νέα στους υπόλοιπους και τα δυο κορίτσια έπεσαν ξανά για ύπνο περιμένοντας με αγωνία το πρωί για να μιλήσουν στους φίλους τους. Ξύπνησαν νωρίτερα από το συνηθισμένο, ετοιμάστηκαν γρήγορα και βγήκαν βόλτα να βρουν τους φίλους τους στην παιδική χαρά. Εκεί ήταν μια καλή ευκαιρία να τους αφηγηθούν τα όσα συνέβησαν και να τους ζητήσουν με τη σειρά τους να βοηθήσουν. Ευτυχώς η παιδική χαρά ήταν γεμάτη παιδιά!
Η Δανάη τους μάζεψε σε μια γωνία και τους εξήγησε τι θέλει «Όσο κι αν σας φαίνεται περίεργο χτες το βράδυ μας επισκέφθηκαν ξωτικά από τον Βόρειο Πόλο. Ο λόγος της επίσκεψής τους είναι ότι χρειάζονται βοήθεια για να διαβάσουν τα γράμματα και να φτιάξουν τα δώρα για τα παιδιά όλου του κόσμου, γιατί ο Άι Βασίλης είναι άρρωστος. Θέλω να μου πείτε ποιοι θέλετε να συμμετέχετε.»
Τα παιδιά σάστισαν και απορούσαν αν αυτά που άκουγαν ήταν όντως αλήθεια ή παραμύθια. Η Μυρτώ τριγυρνούσε ανάμεσά τους και επιβεβαίωνε τα λεγόμενα της αδερφής της για να τους πείσει να πουν ναι. Δειλά στην αρχή ένα, δυο χέρια σηκώθηκαν. Ήταν οι φίλες της Δανάης, η Αδαμαντία και η Μάρτζη, οι οποίες ήταν σίγουρες ότι θέλουν να κάνουν μια καλή πράξη. Ακόμη ένα χεράκι στον αέρα, δύο, τρία και μετά η Δανάη έχασε το μέτρημα. Όλα τα παιδιά ήθελαν να συμμετέχουν κι αυτό την χαροποιούσε πολύ. Θα είχε καλά νέα για τους καινούριους φίλους της, τα ξωτικά.
Αφού έπαιξαν αρκετά, ήρθε η ώρα να γυρίσουν στα σπίτια τους.
«Θα σας ενημερώσω όλους μόλις μιλήσω με τα ξωτικά, να είστε έτοιμοι!» φώναξε η Δανάη φεύγοντας και όλα τα παιδιά έγνεψαν θετικά.
Γύρισαν σχεδόν τρέχοντας στο σπίτι τους για να πουν τα ευχάριστα νέα στα ξωτικά. Ανέβηκαν στο δωμάτιο και έκλεισαν την πόρτα.
Πίσω από την κουρτίνα ξεπρόβαλε ένα μικρούλι ξωτικό.« Αχ πείτε μου ότι έχετε καλά νέα, γιατί ο Άι Βασίλης ακόμα βήχει τόσο δυνατά, που μου φεύγει το σκουφί όταν τον ακούω!»
Η Δανάη και η Μυρτώ έσκασαν στα γέλια και του είπαν να μείνει ήσυχο. Τότε το ξωτικό τους εξήγησε τι πρέπει να κάνουν. Τα κορίτσια είχαν μείνει άφωνα και ταυτόχρονα ενθουσιασμένα που θα πήγαιναν στο μέρος που ζει ο Άγιος Βασίλης, τον θρυλικό Βόρειο Πόλο!!!Η μαμά τους, τους είχε διαβάσει άπειρες ιστορίες και ήθελαν τόσο πολύ κάποια μέρα να καταφέρουν να τα δουν όλα αυτά από κοντά.
«Τέλειο το σχέδιο σας» είπε η Μυρτώ «τώρα πρέπει να ενημερώσουμε όλα τα παιδιά να είναι ξύπνια στις 11 το βράδυ για να ξεκινήσουμε!». Το ξωτικό τους επισήμανε ότι είναι πολύ σημαντικό να μην καταλάβουν τίποτα οι μεγάλοι, γιατί θα τους χαλάσουν τα πάντα.
Το απόγευμα στο σημείο συνάντησης των παιδιών, την παιδική χαρά, όλα ήταν εκεί και περίμεναν οδηγίες.
Η Δανάη ανέβηκε στο παγκάκι για να την βλέπουν και ξεκίνησε να μιλάει «Ακούστε με πολύ προσεκτικά. Όλοι πρέπει να είμαστε ξύπνιοι στις 11 το βράδυ που θα έρθουν τα ξωτικά να μας πάρουν για να πάμε στον Βόρειο Πόλο. Ακριβώς εκείνη την ώρα να βγείτε όλοι έξω από την πόρτα σας!»
Τα παιδιά τσίριζαν από τη χαρά τους, γιατί θα ζούσαν επιτέλους μια περιπέτεια και θα γνώριζαν τα ξωτικά και τον Άγιο Βασίλη. Έφυγαν για το σπίτι τους με την υπόσχεση ότι θα είναι όλα στην ώρα τους και δεν θα το πουν πουθενά.
Η Μυρτώ και η Δανάη κάθονταν στο κρεβάτι και περίμεναν να ακούσουν τον ήχο του ρολογιού για να βγουν έξω. Φορούσαν τις πιτζάμες τους και από πάνω τα μπουφάν τους. Η ώρα δεν περνούσε με τίποτα και συζητούσαν μεταξύ τους για να ξεχαστούν. Ξαφνικά το ρολόι χτύπησε και τα κορίτσια πετάχτηκαν από το κρεβάτι. Φόρεσαν γρήγορα τις μπότες τους, πήραν σκουφιά, γάντια και κασκόλ και βγήκαν αθόρυβα από το σπίτι. Απέναντι ακριβώς στεκόταν έξω από την πόρτα του σπιτιού του ο φίλος τους ο Γιώργος και τις χαιρετούσε. Τον χαιρέτησαν και οι δύο μ’ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη. Πριν προλάβουν όμως να μιλήσουν ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος και προσγειώθηκε μπροστά τους ένα έλκηθρο τόσο μεγάλο, που τους έκανε να τρίβουν τα μάτια τους!
Πετάχτηκαν από μέσα δύο ξωτικά μιλώντας γρήγορα και δυνατά «Σκαρφαλώστε παιδιά για να προλάβουμε να πάρουμε και τους υπόλοιπους!».
Τα παιδιά ανέβηκαν γρήγορα και σε διάστημα μισής ώρας το έλκηθρο είχε ξεχειλίσει από παιδάκια ευτυχισμένα και ξεκινούσε το ταξίδι της επιστροφής. Περνούσαν πάνω από τις στέγες των σπιτιών και σιγά σιγά ανέβαιναν προς τα σύννεφα. Ούτε που κατάλαβαν τα παιδιά πότε έφτασαν στο Βόρειο Πόλο. Παντού γύρω τους υπήρχε χιόνι και δεν έβλεπαν τίποτα. Τα ξωτικά τα βοήθησαν να κατέβουν από το έλκηθρο και τα έβαλαν σε μια σειρά για να μην χαθούν.
Το μικρό ξωτικό φώναξε « Λαμπερά φωτάκια που αστραποβολείτε, κάντε στην άκρη και χαθείτε!»
Τότε μέσα σε μια στιγμή φώτισε ο τόπος και ξεπρόβαλαν δεξιά κι αριστερά μικρά σπιτάκια σε σχήμα μανιταριού.
«Ουάου, τι φοβερό!» αναφώνησαν τα παιδιά και κοιτούσαν παντού προσπαθώντας να καταλάβουν τι άλλο θα συνέβαινε.
«Κοιτάξτε, κοιτάξτε» είπαν με μια φωνή η Ιωάννα, η Θωμαή και ο Θοδωρής «ένα τεράστιο σπίτι με λαμπάκια!».
Όλοι γύρισαν προς το μέρος τους και πράγματι το θέαμα ήταν εντυπωσιακό. Το εργαστήρι του Άι Βασίλη βρισκόταν μπροστά τους πολύ πιο μεγάλο απ’ότι μπορούσαν να φανταστούν. Το μεγάλο ξωτικό ξεκίνησε να τα τραβάει για να μπουν μέσα, γιατί αν τα άφηνε ακόμα εκεί θα ήταν και θα το κοιτούσαν… η μεγάλη πόρτα άνοιξε μ’έναν μαγικό τρόπο και όλοι μπήκαν γρήγορα μέσα γιατί έξω το κρύο ήταν τσουχτερό. Αχ τι φαντασμαγορικό εργαστήρι, πόσα ξωτικά, πόσα παιχνίδια, πόσα στολίδια. Δεν ήξεραν που να πρωτοκοιτάξουν.
Ξεχύθηκαν μέσα κι έτρεχαν από πάγκο σε πάγκο για να προλάβουν να τα δουν όλα.
«Βρε που μπλέξαμε!» σκέφτηκε το γέρικο ξωτικό και ήταν έτοιμο να αρχίσει να γκρινιάζει. «Γεια σου κύριε ξωτικό, μπορείς να μου δείξεις τι φτιάχνεις για να σε βοηθήσω» πετάχτηκε ένα κοριτσάκι με κοτσίδες, η Εβίτα. Και το ξωτικό ξέχασε την γκρίνια, χαμογέλασε πλατιά και ξεκίνησε να δείχνει στην Εβίτα πώς να ζωγραφίσει τα μάτια και το στόμα στις κούκλες που είχε μπροστά της. Όλα τα ξωτικά είχαν πάρει τα παιδιά στους πάγκους τους και τους έδειχναν τι πρέπει να κάνουν. Τα πιο μικρά παιδιά, όπως η Μυρτώ, είχαν εύκολη αποστολή. Έβαζαν τα παιχνίδια στη συσκευασία τους και βοηθούσαν τα ξωτικά να φτιάξουν το περιτύλιγμα. Τα πιο μεγάλα είχαν πολλά περισσότερα να κάνουν.
Η Δανάη, η Μάρτζη και η Αδαμαντία διάβαζαν τα γράμματα στα ξωτικά κι αυτά έστελναν τα παιχνίδια στο κατάλληλο δωμάτιο, άλλα πήγαιναν στην Ελλάδα, άλλα στη Γερμανία, άλλα στην Αυστραλία και άλλα στην Ιαπωνία. Ο Θοδωρής, η Μαριαλένα και η Μαρία συναρμολογούσαν κούκλες, αυτοκίνητα, τρενάκια και πολλά άλλα παιχνίδια. Ο Γιώργος και η Αγγελική βοηθούσαν την Εβίτα στη ζωγραφική. Όλα τα παιδιά είχαν αναλάβει από κάτι και τα ξωτικά ήταν σίγουρα ότι θα προλάβαιναν να μοιράσουν τα δώρα. Ήταν τόσο χαρούμενα που περιτριγυρίζονταν από παιδιά που ξέχασαν τον Άγιο Βασίλη. Ο Άγιος Βασίλης όμως παρακολουθούσε τις εργασίες και ήταν πολύ ικανοποιημένος που ξωτικά και παιδιά συνεργάζονταν τέλεια. Ένιωθε ήδη καλύτερα και θα μπορούσε να μοιράσει τα δώρα σε όλο τον κόσμο και να δώσει χαρά στα παιδιά.
Είχε περάσει πολλή ώρα ή καλύτερα έτσι τους φάνηκε και όλοι είχαν αρχίσει να κουράζονται. Ευτυχώς τους είχαν μείνει ελάχιστα δώρα να ετοιμάσουν. Λίγο πριν τελειώσουν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Άι Βασίλης με τη γυναίκα του. Τα παιδιά γύρισαν το κεφάλι τους και όλα μαζί φώναζαν ξετρελαμένα μόλις τον είδαν «ο Άγιος Βασίλης, ο Άγιος Βασίλης!!!» .
Άπλωσε τα μεγάλα του χέρια και όλα έτρεξαν στην αγκαλιά του. Πόσο όμορφη εικόνα είναι αλήθεια αυτή! Τα ευχαρίστησε ένα προς ένα και η γυναίκα του τα κέρασε ζεστή σοκολάτα και κουλουράκια μοσχομυριστά, φτιαγμένα από τα χεράκια της. Τι ωραίο κέρασμα ήταν αυτό! Έγλυφαν τα δάχτυλά τους κι έφαγαν τόσα πολλά που τα ξωτικά ανησυχούσαν ότι αντί να ανοίγουν τα δώρα τους το πρωί θα είναι στο κρεβάτι με πονόκοιλο!
Είχε φτάσει όμως η ώρα να γυρίσουν στα σπίτια τους για να ξεκινήσει και ο Άι Βασίλης να μοιράζει τα δώρα. Όλα ήταν έτοιμα και οι τάρανδοι στο έλκηθρο ανυπομονούσαν να ξεκινήσουν το ταξίδι τους για να δώσουν χαρά στα παιδιά όλου του κόσμου.
Το μόνο που έμενε να λύσουν ήταν ένα μικρό προβληματάκι. Πώς θα χωρούσαν στο έλκηθρο ο Άγιος Βασίλης, τα δώρα, τα ξωτικά και τα παιδιά;
Πώ πω κανείς δεν το είχε προβλέψει αυτό. Έπρεπε γρήγορα να σκεφτούν τι θα κάνουν γιατί είχαν καθυστερήσει. Τελικά το ταξίδι ξεκίνησε κι όποιος έτυχε τη νύχτα εκείνη να κοιτάει τον ουρανό σίγουρα θα απόρησε με αυτό που αντίκρισε. Ένα έλκηθρο μ’ έναν σάκο ξεχειλισμένο από παιχνίδια, ξωτικά στριμωγμένα ανάμεσα στα παιχνίδια, τον Άι Βασίλη στη θέση του να το οδηγάει και πάνω στους ταράνδους καθισμένα τα παιδιά. Ω ναι αλήθεια, τα παιδιά ανά τριάδες είχαν ανέβει στους ταράνδους και τραγουδούσαν τα κάλαντα για να τους διασκεδάσουν. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους τα παιδιά με τα ξωτικά και τον Άι Βασίλη γλίστρησαν στις καμινάδες, έβαλαν τα δώρα κάτω από το δέντρο, αγκαλιάστηκαν για μια ακόμη φορά και έπρεπε να πουν αντίο. Όμως έδωσαν μια αμοιβαία υπόσχεση ότι αν χρειαστεί βοήθεια ο Άγιος Βασίλης θα τη ζητήσει και τα παιδιά θα του την προσφέρουν ξανά.
Το πρωί όλα τα παιδιά σηκώθηκαν κι έτρεξαν στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Και ένιωθαν ακόμα μεγαλύτερη χαρά, γιατί είχαν συνεισφέρει και τα ίδια σε όλο αυτό. Και κρυφογελούσαν μεταξύ τους και αντάλλαζαν σκανταλιάρικες ματιές, αφήνοντας τους γονείς τους με την απορία. Στο σπίτι της Δανάης και της Μυρτώς η χαρά ήταν απερίγραπτη. Τα δύο κορίτσια ένιωθαν περήφανα για την πράξη τους και ήταν σίγουρες πως η καινούρια χρονιά έμπαινε με το δεξί για όλους!
«Αλήθεια πόσο εύκολο είναι να βοηθήσεις, όχι μόνο γιατί ο άλλος το χρειάζεται, αλλά γιατί το έχεις εσύ ανάγκη;» είπε η Δανάη στη Μυρτώ, αγκαλιάστηκαν τρυφερά κι ευχήθηκαν η μία στην άλλη καλή χρονιά!
Ειρήνη Κεμερλή
ΥΣ: Αφιερωμένο στα κορίτσια μου, που είναι η δική μου πηγή έμπνευσης!