Οι περισσότεροι έχουμε αναμνήσεις από την παιδική μας ηλικία γεμάτες από αγαπημένες στιγμές με τους παππούδες μας. Γεμάτες, με ιστορίες από μίαν άλλη εποχή, με μιά γλυκιά και σοφή συντροφιά, που συνοδεύεται από ένα χάδι αλλιώτικό, που μοιάζει όμως τόσο οικείο, αυτοί είναι οι παππούδες μας, οι δεύτεροι γονείς μας, αν όχι οι πρώτοι για κάποιους.
Όσο όμορφές, όμως, είναι αυτές οι παιδικές αναμνήσεις, τόσο διαφορετικές είναι αυτές που έχουμε από την ενήλικη ζωή μας μαζί τους. Όταν τα χρόνια περνούν και φεύγει η παιδική αίγλη που τα καλύπτει όλα, αρχίζει να φαίνεται και η πραγματική όψη των πραγμάτων. Παράλληλα, ο χρόνος δεν είναι καθόλου φιλικός με τους αγαπημένους παππούδες μας, γιατί τα δώρα που τους φέρνει κάθε άλλο παρά όμορφά θα τα έλεγε κανείς.
Έτσι, έχουμε τον παππού που κάποτε θυμόταν να σου πει κάθε λεπτομέρεια από όλους τους πολέμους της ελληνικής ιστορίας να μην μπορεί να σου πει ένα «γεια» και μια γιαγιά που θα έμενε όρθια για ώρες στην κουζίνα να σου ετοιμάσει το αγαπημένο σου φαγητό, να είναι κουλουριασμένη στο κρεβάτι της. Εσύ, παράλληλα, προσπαθείς να χτίσεις το μέλλον σου και μαζί του τη ζωή σου, τρέχεις για δουλειές, για σπουδές και όλα εκείνα τα «τρεχάματα», που συνεχώς προκύπτουν. Βλέπεις τους γονείς σου με τα δικά τους προβλήματα και αναρωτιέσαι κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά: Ποιος μένει άρα να τους φροντίσει;
Στην αρχή οι γονείς σου θα προσπαθήσουν να είναι εκείνοι που θα αναλάβουν αυτόν τον ρόλο, όμως σε αρκετές περιπτώσεις αυτό από μόνο του δεν αρκεί, είτε γιατί η κατάσταση της υγείας των παππούδων θα θέλει μεγαλύτερη βοήθεια, είτε γιατί κι οι γονείς σου δε θα έχουν όσο χρόνο χρειάζεται η φροντίδα αυτή.
Κάπως έτσι έρχεται το μεγάλο ερώτημα, «να πάρουμε γυναίκα ή μήπως είναι καλύτερα σε έναν οικο ευγηρίας;» και μαζί έρχονται οι ενοχές και όλα όσα συνοδεύουν την ιδέα μίας μονάδας φροντίδας, με αρκετές φωνές να λένε «πως θα παρατήσω έτσι τους ανθρώπους που με μεγάλωσαν;»
Στην εποχή που ζούμε, γύρω από αυτό το ερώτημα γυρίζουν και άλλοι παράγοντες, με πρώτο και κύριο για τους περισσότερους τον COVID-19. Ως προς τον οικονομικό παράγοντα, οι επιλογές έχουν κάπως έτσι. Ανάλογα με το εάν ο άνθρωπός μας είναι αυτοεξυπηρετούμενος ή όχι και με το πόσες ώρες χρειάζεται ένα άτομο κοντά του, ποικίλλουν και οι τιμές για τις γυναίκες και τις μονάδες φροντίδας, ξεκινώντας από 500€ το μήνα και φτάνοντας να ξεπεράσουν τα 1000€.
Φυσικά, και στις δύο περιπτώσεις η κάλυψη των εξόδων είναι ιδιωτική, καθώς στην Ελλάδα, ο ΕΟΠΥΥ δεν καλύπτει δομές με άδεια Μονάδας Φροντίδας Ηλικιωμένων και δεν υπάρχουν συμβεβλημένα γηροκομεία σε αυτόν, παρά μόνο Ψυχιατρεία. Εδώ κάπου, αρχίζουν τα προβλήματα για την καλύτερη επιλογή, γιατί εκτός από τη διαμονή πολλές μονάδες δεν καλύπτουν τα επιπλέον έξοδα, πέραν της διαμονής, όπως σωληνάκια, ενέσεις, inhaler κ.α., έτσι το βάρος πέφτει όλο πάνω στα παιδιά.
Παράλληλα, σαν μην έφταναν όλα αυτά, έχουμε και τον COVID-19, που οδήγησε πολλές μονάδες φροντίδας να μην επιτρέπουν στους συγγενείς να επισκέπτονται τα αγαπημένα τους πρόσωπα, με τον ανάλογο αντίκτυπο στους ηλικιωμένους και την ψυχική τους υγεία, να αισθάνονται μόνοι, ενώ ακόμα και οι γυναίκες που έρχονται στο σπίτι και πηγαίνουν και σε άλλα σπίτια, μπορούν να αποτελέσουν μια πηγή μετάδοσης του ιού.
Συνεπώς, ανάλογα με την περίπτωση, παίρνονται και οι ανάλογες αποφάσεις, όσο σκληρές κι αν φαίνονται πρέπει πάντα να σκεφτόμαστε και να μπαίνουμε στη θέση τους, πριν πάρουμε μια απόφαση γι’ αυτούς.
Με πληροφορίες: frontizw.gr